Ήμουν και γω ένας από τους bullies. Οι γονείς μου όμως δεν μου δείξανε ποτέ την απαραίτητη τρυφερότητα όταν ήμουν μικρός.
Ο Γιάννης είναι τώρα 30 χρονών. Θυμάται τα σχολικά του χρόνια με λύπη. Η ιστορία του έχει σχέση με την ενδοσχολική βία. Δεν είναι όμως συνηθισμένη. Διαβάζοντας όσα μας είπε μπορούμε να δούμε το bullying μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που το προκαλούσε. Η ιστορία του μας κάνει να προβληματιστούμε για το αν τελικά αυτά τα παιδιά είναι οι θύτες ή τα θύματα…
«Σκέφτομαι τα χρόνια του σχολείου με λύπη. Γενικά, την παιδική μου ηλικία. Ποτέ δεν νοσταλγώ τα χρόνια που ήμουν παιδί. Εγώ δεν έχω όμορφες αναμνήσεις να σκέφτομαι. Δεν θυμάμαι ποτέ να τρώμε όλοι μαζί σαν οικογένεια, να κοιμάμαι στην αγκαλιά της μαμάς μου ή να παίζω με τους γονείς μου όπως τα άλλα παιδιά.
Θυμάμαι πως γυρνούσα στο σπίτι και πολλές φορές δεν είχαμε φαγητό. Ο πατέρας μου έλειπε, η μητέρα μου κοιμόταν ή καθόταν στον καναπέ με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι και ένα τσιγάρο κοιτώντας στο κενό.
Ο πατέρας μου έλειπε συχνά. Ευτυχώς δηλαδή! Γυρνούσε όλη μέρα σε καφενεία και μπυραρίες. Επέστρεφε στο σπίτι το βράδυ. Όταν άκουγα τα βήματα του στις σκάλες η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Έτρεχα γρήγορα στο κρεβάτι για να μη με βρει ξύπνιο. Όχι βέβαια πως τον εμπόδιζε το γεγονός ότι κοιμόμουν… Έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν μεθυσμένος… Τσακωνόταν με τη μητέρα μου, φώναζε, έσπαγε ποτήρια… Δεν τον ένοιαζε αν θα ξυπνήσω. Απλώς αν δεν ήμουν μπροστά, μπορεί να γλίτωνα το ξύλο. Όχι πάντα όμως. Αν είχε όρεξη, ερχόταν και με σήκωνε από το κρεβάτι για να με δείρει. Πάντα έβρισκε ένα λόγο… Ίσως κάτι που είχα κάνει πριν μερικές ημέρες. Κάτι ασήμαντο για άλλους γονείς, όμως για τον πατέρα μου ήταν αρκετό για να βρει ένα λόγο…
Αυτή ήταν η παιδική μου καθημερινότητα. Αυτά θυμάμαι από τότε που γεννήθηκα. Όταν πήγα σχολείο ήμουν από τα επιθετικά παιδιά. Πάντα καθόμουν μόνος μου γιατί δεν ήθελε κανένα παιδί να κάτσει δίπλα μου στο θρανίο. Ήταν για μένα άλλη μια απόρριψη. Κανένα παιδί δεν μου έδινε σημασία και ποτέ δεν ήμουν από τα αγαπητά παιδιά στους δασκάλους.
Έκανα συνέχεια φασαρία στην τάξη, η δασκάλα συχνά με έβγαζε έξω και στα διαλείμματα δημιουργούσα πολλά προβλήματα. Κάθε εβδομάδα καλούσαν τους γονείς μου στο σχολείο να τους κάνουν παρατηρήσεις για τη συμπεριφορά μου. Εκείνες τις ημέρες ο πατέρας μου είχε πραγματικό λόγο να με δείρει!
Αλλά εμένα δεν με τρόμαζε πια το ξύλο! Έτσι κι αλλιώς ‘τις έτρωγα’ ακόμα κι αν δεν έκανα τίποτα…
Από κάποιο σημείο κι έπειτα, η μητέρα έπαψε να έρχεται στο σχολείο, όταν την καλούσε η διευθύντρια. Ήξερε τι θα της πουν και τους απαντούσε απογοητευμένη πια: «Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω με αυτό το παιδί. Τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το άγριο, ο πατέρας του τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Κάντε ό, τι νομίζετε. Παιδαγωγοί είστε… Εσείς ξέρετε καλύτερα!».
Αυτά ήταν τα λόγια της κάθε φορά. Κι ενώ στο δημοτικό η επιθετικότητά μου περιοριζόταν στη φασαρία και τους τσακωμούς, στο γυμνάσιο έγινε ακόμη χειρότερη.
Ντρέπομαι όταν τα σκέφτομαι αυτά! Από την πρώτη γυμνασίου είχα βάλει στο μάτι τον απουσιολόγο. Ήταν ένα κοντό παιδάκι με γυαλιά. Πάντα περιποιημένος και πάντα διαβασμένος. Διάβαζε πολύ, όμως συμμετείχε σε όλες τις δραστηριότητες και τις γιορτές. Δεν μπλεκόταν ποτέ σε καυγάδες, αν και δεν ήταν πολύ δημοφιλής. Είχε μόνο δύο φίλους. Οι γονείς τους ήταν πολύ συμπαθητικοί άνθρωποι. Έρχονταν κάθε μέρα να τον πάρουν από το σχολείο και φαινόταν ότι τον αγαπούσαν πολύ.
Δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά με ενοχλούσε αυτό το παιδί. Ίσως ζήλευα που είχε τέτοιους γονείς ή που ήταν τόσο περιποιημένος… Ξεκίνησα να τον πειράζω πετώντας του χαρτάκια στην τάξη. Στα διαλείμματα έμπαινα μπροστά του και δεν τον άφηνα να περάσει. Πολλές φορές έπαιρνα τα πράγματά του και τα πετούσα στα σκουπίδια. Εκείνος δεν έλεγε τίποτα όμως. Ούτε στους γονείς του ούτε στους καθηγητές. Μόνο οι φίλοι του που με έβλεπαν το ήξεραν, αλλά κι εκείνοι δεν με μαρτυρούσαν.
Τον είχα κάνει πολλές φορές να κλάψει. Δεν τον είχα χτυπήσει ποτέ, όμως νομίζω πως ο ψυχολογικός πόλεμος που του ασκούσα ήταν χειρότερος. Τον απειλούσα ότι θα τον δείρω, ότι θα του σκίσω τα τετράδια και θα πάει αδιάβαστος στο σχολείο και άλλα τέτοια.
Αυτό το μαρτύριο το περνούσε και τα τρία χρόνια του Γυμνασίου. Δεν είχε πει όμως κουβέντα σε κανέναν.
Μια μέρα τον είχα κλειδώσει στην τουαλέτα και δεν πρόλαβε να μπει στην τάξη. Η καθηγήτρια των Αρχαίων αρχικά ανησύχησε και στη συνέχεια νόμιζε ότι έκανε κοπάνα… Δεν το περίμενε από έναν τόσο καλό μαθητή και μας έδειξε έντονα την έκπληξη και τη λύπη της. Τότε, νομίζω τον μίσησα ακόμα πιο πολύ! Όταν έκανα εγώ κοπάνες, δεν έδινε κανείς σημασία… Το θεωρούσαν φυσιολογικό και κουνούσαν το κεφάλι. Οι καθηγητές ούτε που καταλάβαιναν αν έλειπα από την τάξη. Και τώρα; Τώρα που έλειπε ο απουσιολόγος άρχισε να μας μιλά για τις κοπάνες και τα μαθήματα!
Την επόμενη ημέρα, η φιλόλογος τον κάλεσε στο γραφείο, όμως εκείνος δεν με μαρτύρησε. Της είπε ότι είχε κάνει κοπάνα. Δεν ξέρω γιατί κρατούσε αυτή τη στάση… Ίσως ντρεπόταν, όμως με νευρίαζε ακόμα πιο πολύ που με προστάτευε!
Όλα αυτά που έκανα με έκαναν να νιώθω δυνατός. Σε αντίθεση με το σπίτι μου, όπου ένιωθα ευάλωτος, αφού ο πατέρας μου έκανε ό, τι ήθελε, στο σχολείο ήμουν εγώ ο αρχηγός! Ειδικά απέναντι σε αυτό το παιδί!
Ήξερα πως θέλοντας και μη θα ασχολείται μαζί μου! Ακόμα κι όταν είναι στο σπίτι του, σίγουρα θα με σκέφτεται…
Και μια μέρα έγινε κάτι που δεν περίμενα. Όταν σχολάσαμε οι γονείς του είχαν αργήσει να έρθουν. Ξεκίνησα πάλι να τον πειράζω μέχρι που πήρα την τσάντα του και την πέταξα στα σκουπίδια. Εγώ γελούσα με το κατόρθωμα μου κι εκείνος έκλαιγε. Τον κορόιδευα λέγοντάς του ότι οι γονείς του τον παράτησαν, ότι δεν τον θέλουν και δεν θα έρθουν να τον πάρουν!
Και ξαφνικά από πίσω μου ήρθαν οι γονείς του. Με ένα ευγενικό χαμόγελο η μητέρα του μου μίλησε γλυκά. Με χαιρέτησε και με ρώτησε τι συνέβη. Τότε της είπα ότι έκανα πλάκα και τραβήχτηκα νομίζοντας πως ο πατέρας του ήταν έτοιμος να με χτυπήσει.
«Μην φοβάσαι, αγόρι μου», ήταν τα λόγια του που έχουν μείνει ανεξίτηλα στο μυαλό μου. Αντί να μου θυμώσουν με κάλεσαν σπίτι τους για φαγητό. Μου φέρθηκαν με τον καλύτερο τρόπο, χωρίς να αναφερθούν ούτε στιγμή στο περιστατικό. Με καλούσαν κι άλλες φορές στο σπίτι τους… Ο γιος τους με κοιτούσε φοβισμένος στην αρχή, όμως ποτέ δεν τους είπε τι του είχα κάνει όλα αυτά τα χρόνια…
Σταμάτησα να τον πειράζω και από τότε τον προστάτευα. Τελικά, γίναμε οι καλύτεροι φίλοι. Κι ακόμα είμαστε! Με τους γονείς μου δεν έχω πια επαφή, με τους γονείς του όμως μιλώ πολύ συχνά.
Ξέρω πως τίποτα δεν δικαιολογεί τις πράξεις μου, ελπίζω όμως πως με τη συγνώμη που του ζήτησα με έχει συγχωρέσει για όλα αυτά…
Ήθελα απλώς κάποιος να μου φερθεί τρυφερά. Δεν ήξερα πώς να το ζητήσω αυτό. Το ζητούσα με λάθος τρόπο, όμως βρέθηκαν αυτοί οι δύο άνθρωποι και ο γιος τους που με έκαναν να σκεφτώ λογικά. Τους ευχαριστώ πολύ για αυτό…».
Πηγή: fylada.gr