Της Ρομίνας Ξύδα
Πνεύμα γιορτινό. Πνεύμα φτωχό, χαμένο στον υπερκαταναλωτισμό της εποχής μας, στραβωμένο από τα δυνατά φώτα της γιορτινής μας πόλης. Μέχρι την στιγμή που ένα τόσο δα πλασματάκι θέλει να χαρίσει ολάκερο τον κόσμο στα παιδάκια που δεν έχουν τίποτα και κανέναν. Κι ύστερα, πνεύμα αληθινό…
Παραμονές Χριστουγέννων, απόγευμα καθημερινής, μαμά και γιος πιασμένοι χέρι-χέρι, δυο μικρά παιδιά λουσμένα στα δυνατά φώτα της πόλης, παραζαλισμένα από την μαγεία των γιορτών, χαμένα μέσα σε πλήθος κόσμου με σακούλες στα χέρια και χαμόγελα στα χείλη. Δυο μικρά παιδιά, ντυμένα με τα καλά τους ρούχα και την καλύτερή τους ψυχή: «Θα μου πάρεις i-pad μαμά;», «Θα σου πάρω άγγελε μου, αν και είσαι μόνο τεσσάρων». «Δεν είμαι τεσσάρων, είμαι πενήντα». Ρουφηχτό φιλί και στα δυο μάγουλα, ακόμη μεγαλύτερο χαμόγελο στα χείλη, ακόμη πιο γενναιόδωρη καρδιά. «Θα μου πάρεις και παπούτσια; και πουκάμισα; και αυτοκίνητο; και δώρα;», «Θα σου πάρω άγγελε μου». Στάση μπροστά σε κόκκινο φανάρι, gros plan στο σαστισμένο του προσωπάκι. Ένα κοριτσάκι, θα” ναι δεν θα” ναι πέντε χρονών, κάθεται ξυπόλυτο στο δρόμο και ζητιανεύει. «Τί κάνει εδώ το κοριτσάκι μαμά;».
Λυτρωτικό πράσινο φανάρι, ένα βήμα μπροστά, δέκα πίσω. Το λιλιπούτειο χεράκι του, βαρίδι στο δικό μου δεν μ” αφήνει να κάνω βήμα. «Όχι μαμά. Μην φύγουμε. Τι κάνει εδώ το κοριτσάκι;». Δεν κουνιέμαι. Γυναίκα- στήλη άλατος σε χρυσό αμπαλάζ, παγωμένη από τις απορίες ενός τετράχρονου παιδιού, οφείλω να σταθώ γυμνή, ολόγυμνη, στην Βουκουρεστίου και να λογοδοτήσω για έναν κόσμο που εγώ τον έκανα και δικό του. Για έναν άλλον κόσμο που μέχρι σήμερα αρνιόμουν πεισματικά να του συστήσω από τον φόβο μήπως και τον πονέσει, από την αγωνία μήπως και τον μπερδέψει, από την ψευδαίσθηση ότι μπορεί ν” αλλάξει.
«Τί κάνει εδώ το κοριτσάκι μαμά;». Η φωνή του αντίλαλος ενός τούνελ που από απελπισία, ανοησία και υπεροψία πίστευα ότι δεν θα μπαίναμε ποτέ. Τον τραβάω από το χέρι και μπαίνουμε στο πρώτο καφέ που βρίσκουμε μπροστά μας. Με καρφώνει στα μάτια, χωρίς να επαναλαμβάνει πλέον την ερώτηση. Μάτια ενήλικα, κόρες θλιμμένες, βλέφαρα στραμμένα στο σύμπαν των «άλλων παιδιών». «Μερικά παιδάκια, αγόρι μου, δεν είναι τόσο τυχερά όσο εσύ. Η μαμά και ο μπαμπάς τους δεν έχουν δουλειά κι εκείνα δεν έχουν ούτε παιχνίδια, ούτε ζεστό κρεβατάκι, ούτε ωραία ρούχα, ούτε ζεστό νερό. Δεν έχουν τίποτα. Κατάλαβες, ζωή μου;». Κουνάει το κεφάλι του καταφατικά χωρίς να μιλήσει.
Εγώ συνεχίζω: «Υπάρχουν και κάποια άλλα παιδάκια που είναι ακόμη χειρότερα γιατί δεν έχουν κάποιον να τα αγαπάει. Ούτε μαμά, ούτε μπαμπά, ούτε γιαγιά, ούτε παππού, ούτε κανέναν. Τα παιδάκια αυτά μεγαλώνουν μέσα σε κάτι μεγάλα σπίτια που τα λένε ιδρύματα…». Σηκώνει βλέφαρο και με κοιτάζει ξανά κατάματα, μ” εκείνο το πρωτόγνωρο και παράταιρο για την ηλικία του ενήλικο βλέμμα: «Πότε θα πάμε εκεί να τα δούμε;». Του λέω πως θα πάμε. Του υπόσχομαι ότι θα πάμε, με δώρα και γλειφιτζούρια. «Πάμε να τους τα πάρουμε τώρα, μαμά».
Τον πιάνω απαλά από το χέρι, ένα τόσο δα χεράκι που θέλει να χαρίσει δώρα και γλειφιτζούρια σε όλα τα φτωχά παιδάκια του κόσμου, και το φιλάω τρυφερά. Σαν χέρι αγίου που μου χάρισε πάλι το φως σ” ένα κόσμο που μας έμαθε να περιφερόμαστε στο σκοτάδι της ατομικής μας μικρο ύπαρξης και του προσωπικού μας σιχαμερού ατομικισμού. Βγαίνουμε ξανά στην Βουκουρεστίου, εκείνος με νέο χαμόγελο, εγώ με νέα ψυχή. Πιο ανάλαφρη, πιο ελεύθερη, πιο καθαρή. Δεν θέλει, λέει, να πάμε σήμερα για το i-pad, ούτε για ρούχα, παιχνίδια και παπούτσια. Έχει λέει πολλά, άλλα παιδάκια δεν έχουν τίποτα.
Σταματάμε στο πρώτο περίπτερο που βρίσκουμε μπροστά μας. Ρωτάω αν έχουν γλειφιτζούρια. «Πόσα θέλετε;», ρωτάει ο περιπτεράς. «Εκατό!» απαντάει ο μικρός μου σοφός. Τα αγοράζω όλα μαζί με μπισκότα, κουλούρια και κρουασάν. Επιστρέφουμε χέρι-χέρι στο σημείο της πιο αληθινής μας μέχρι σήμερα εκκίνησης, στην συμβολή των οδών Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου. Το «κοριτσάκι με τα σπίρτα», ζωντανή εικόνα του πιο μισητού παραμυθιού των παιδιών μου χρόνων στέκει ακόμη εκεί. Την γεμίζουμε με γλειφιτζούρια, μπισκότα, κουλούρια κι ένα μεγάλο φιλί από δύο σχεδόν συνομήλικά της χειλάκια. Επιστρέφουμε σπίτι, αφηγούμαστε στον μπαμπά και στην μικρή μας Μπουτζού, την ιστορία των «άλλων παιδιών» και ξαπλώνουμε στο ζεστό μας κρεβατάκι. Σήμερα δεν έχει παραμύθι. Σήμερα έχει κάποια λόγια της αγαπημένης μου Οριάνας Φαλάτσι, που τα προόριζα για τον μικρό μου πρίγκιπα, για όταν μεγάλωνε λίγο ακόμη.
Με τα παιδιά όμως ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρη πότε θα έρθει η δική τους «ενήλικη» ώρα: «Μικρό μου, προσπαθώ να σου εξηγήσω ότι το να είσαι άντρας δεν σημαίνει μια ουρά μπροστά: σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Κι εμένα αυτό που με νοιάζει είναι να είσαι άνθρωπος. Αν είσαι άνθρωπος με καρδιά και μυαλό, σίγουρα δεν θα” μαι ανάμεσα σ” αυτούς που θα σε εξαναγκάσουν να συμπεριφερθείς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Θα σου ζητήσω μόνο να εκμεταλλευτείς καλά το γεγονός ότι γεννήθηκες, να μην υποκύψεις ποτέ στην αχρειότητα. Κι η αχρειότητα είναι ένα θηρίο που καραδοκεί αδιάκοπα. Μας δαγκώνει όλους καθημερινά και είναι λίγοι εκείνοι που δεν αφήνονται να τους ξεσκίσει… Ίσως είναι πολύ νωρίς να σου μιλάω έτσι. Ίσως θα έπρεπε να σου αποκρύψω προς το παρόν τις χυδαιότητες και τους πόνους, ίσως θα έπρεπε να σου μιλώ για έναν κόσμο αθώο και εύθυμο. Μα θα ήταν σαν να σε παρέσερνα σε μια παγίδα, μικρό μου. Θα ήταν σαν να σε έκανα να πιστέψεις πως η ζωή είναι ένα μαλακό χαλί, όπου μπορείς να περπατήσεις ξυπόλυτος…». Χρόνια πολλά, καρδιά μου.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο talk, με τίτλο «Η Μελωδία της Αναρχίας 2» τα Χριστούγεννα του 2014