Της Ρομίνας Ξύδα
Να μακιγιάρω με απαλό ροζ μάγουλα κι ανέμελες εποχές. Να φοράω ψηλά τακούνια κι εκείνο το ξεχασμένο στο βάθος της ντουλάπας φόρεμα που είχα αγοράσει για καλό. Ψηλά τα μαλλιά, πανύψηλα η χαρά, κάτω οι υποχρεώσεις. Να βγαίνω μόνη μου από το σπίτι.
Ν’ αφήνω πίσω μου το σπαρακτικό «μαμά, πάρε με μαζί σου». Να δακρύζω από τις τύψεις κι ύστερα να συνέρχομαι. Να νιώθω τον παγωμένο αέρα στο πρόσωπό μου, να βλέπω κόσμο να περπατά, κόρνες να τραγουδάνε, έφηβους να αγκαλιάζονται, μουσικές να αλαλιάζουν. Να μπαίνω στο μπαρ της νιότης μου και με μάτι εικοσάρας να τις βλέπω ξανά. Τις φίλες μου. Λίγο μεγαλωμένες στα δύσκολα, ελάχιστα παραδομένες στον χρόνο. Όλες τους όμορφες, όλες τους εργαζόμενες, όλες τους μαμάδες, όλες τους δούλες και κυράδες σ’ ένα «γύρω-γύρω όλες» που είχε τα πάντα: και μεγάλους έρωτες, και μικρές ήττες, και ματαιωμένα σχέδια, και δικαιωμένους αγώνες, και αξημέρωτες βραδιές, και μέρες-κεφάλαια ζωής υπό τον τίτλο «σαν να μην πέρασαν ποτέ».
Το πρώτο ποτό «γεννά» τα νέα μας. Λίγο κοινότοπα, πολύ στριμωγμένα, υπερβολικά αγχωμένα, αλλά «έλα, μωρέ, θα τα καταφέρουμε, όπως τα καταφέρναμε πάντα». Το δεύτερο «ξερνά» τα παλιά μας: τις τρέλες μας, τις αγωνίες μας, τις «αλητείες» μας, σταθερά συνοδευόμενες από εκείνο το γάργαρο, ανεπιτήδευτο, ξεκαρδιστικό γέλιο που μόνο ένα «παιδί» μπορεί «ξεστομίσει». Και το τρίτο… Το τρίτο φέρνει στην επιφάνεια τους άνδρες μας.
Ναι, τους άνδρες μας. Αυτούς που «θυμάσαι πόσο τρελά ερωτευθήκαμε; Και πώς πλαντάζαμε κάθε φορά που δεν μας τηλεφωνούσαν; Και πόσες τρίχες μάς έμειναν στο χέρι από την κόμη εκείνης της κουφιοκέφαλης που πίστευε ότι θα κατάφερνε να μπει ανάμεσά μας; Και πόσα κόλπα σκαρφιζόμασταν για να είμαστε συνεχώς μαζί; Όσο πιο πολύ μαζί, τόσο πιο πολύ ευτυχισμένες…» Και η ευτυχία έγινε γάμος με κουφέτα. Κι ο γάμος με κουφέτα έγινε μωρά με πάνες. Και τα μωρά με πάνες έγιναν παιδιά με… «μπαμπάδες που έχουν λιγότερο μυαλό από ένα πεντάχρονο!» Παύση. Νεύμα για τέταρτο ποτό.
Με τις ιστορίες των «μπαμπάδων που έχουν λιγότερο μυαλό από ένα πεντάχρονο» να γράφονται σε ενήλικα λευκώματα φρικαρισμένων μαμάδων. Όπως εγώ κι εσύ: «Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έπαθα προχθές. Δύο ώρες τον άφησα στο σπίτι με τα παιδιά για να πάω σούπερ μάρκετ κι όταν επέστρεψα δεν βρήκα ούτε σπίτι, ούτε παιδιά. Μη γελάτε! Δεν είμαι υπερβολική. Το σπίτι ήταν βομβαρδισμένο από πατατάκια, γαριδάκια, ποπ κορν, μαξιλάρια, παγωτά και μπέικον -εκατομμύρια κομματάκια μπέικον-, ο γιος μου βαμμένος «δρακουλάκι» με μαύρο μαρκαδόρο, η κόρη μου πριγκίπισσα με κάδρο της… τον τοίχο του σαλονιού και ο ακατονόμαστος, καλυμμένος με πάπλωμα, να τα κυνηγά για να τα πιάσει. Κι εκείνα να ξεκαρδίζονται κι εκείνος να φωνάζει: «Μπουυυυυυ, θα σας πιάσω και θα σας κάνω μια χαψιά! Μπουυυυυυυ, μόνο μην το πείτε στη μαμά!»«Πάλι καλά!» λέει η αμέσως επόμενη φιλενάδα χτυπώντας δυνατά το χέρι στην μπάρα: «Ο δικός σου τουλάχιστον ασχολείται! Ο δικός μου, που τον άφησα προχθές μόνο με τα παιδιά, ξέρετε τι έκανε; Ξάπλωσε φαρδύς πλατύς στον καναπέ και πήρε τον ύπνο του δικαίου! Μα δεν φοβήθηκε μήπως τα παιδιά ανοίξουν την πόρτα και φύγουν; μη βάλουν φωτιά στο σπίτι, μη βγούνε στο μπαλκόνι; Όταν γύρισα και τον είδα να κοιμάται, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Έμπηξα μια τέτοια φωνή που απ’ την τρομάρα του σωριάστηκε στο πάτωμα! Ακούς εκεί να κοιμάται».
Οι ιστορίες «των μπαμπάδων που έχουν λιγότερο μυαλό από ένα πεντάχρονο» δεν έχουν αρχή, ούτε τέλος. Στο λεύκωμα των φρικαρισμένων μαμάδων καταγράφεται ο «μπαμπάς που αφήνει τον πεντάχρονο γιο του να περνάει μόνος του τον δρόμο για να γίνει υπεύθυνος και ανεξάρτητος», εκείνος που «ξεκαρδίζεται με το μικρό του επαναλαμβάνοντας με υποκοριστικά δε όλο το υβρεολόγιο της ελληνικής γλώσσας», ο άλλος που «δίνει στο παιδί μια σταλιά μπίρα γιατί κι εμένα μου έδινε ο δικός μου και δεν έπαθα τίποτα», κι αυτός που «Άσε πια τα παιδιά και λίγο ελεύθερα. Από τότε που έγινες μάνα όλο στην υστερία είσαι!»
Είσαι; Είμαι; Είμαστε; Χωρίς να το ψελλίσω -από ντροπή ή υπερηφάνεια- κουνάω το κεφάλι καταφατικά. Είσαι. Είμαι. Είμαστε. Δεν ξέρω αν για τη μετάλλαξή μας από ελεύθερα πνεύματα σε υπερπροστατευτικά όντα ευθύνεται η ιδιότητα της μάνας ούτε έχω καταλήξει για το εάν το ουσιαστικό της «αγάπης» είναι περισσότερο μητρική παρά πατρική υπόθεση. Εκείνο ωστόσο για το οποίο βάζω το χέρι μου στη φωτιά είναι ότι αυτός ο υπεπροσταυτευτισμός -ενίοτε και αυταρχισμός- με τον οποίο οι περισσότερες εξ ημών μεγαλώνουμε τα παιδιά μας μόνο μπούμερανγκ μπορεί να γυρίσει, τόσο σ’ εκείνα όσο και σ’ εμάς. Γιατί στην τελική, και η αταξία, και η ατασθαλία, και η ανευθυνότητα, και οι βρισιές, και τα ρίσκα, και τα κομματάκια μπέικον στο πάτωμα, και οι ζωγραφιές στους τοίχους, και οι λερωμένες κουζίνες και τα «βομβαρδισμένα» από παιδικά χεράκια σπίτια, μέσα στη ζωή μας είναι. Και κανείς άλλος δεν μπορεί να τα συστήσει καλύτερα στα παιδιά μας όσο οι μπαμπάδες που σε αντίθεση με εμάς, «γεννήθηκαν για να μη μεγαλώσουν ποτέ…»
Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο είναι όλες του Αμερικανού Φωτογράφου Dave Engledow, που έχει γίνει διάσημος κυρίως χάρη στις χιουμοριστικές φωτογραφίες που βγάζει με την κόρη του! Μπορείτε να δείτε όλη τη δουλειά του εδώ.
Πηγή: talcmag.gr