Όλοι οι γονείς προσπαθούν να κάνουν τα παιδιά τους να συμπεριφέρονται όσο το δυνατόν καλύτερα. Πολλές φορές όμως με τη συμπεριφορά τους καταφέρνουν το αντίθετο. Ένα από τα πιο συχνά «λάθη» των γονιών και μάλιστα «κρυφό» είναι η λεγόμενη θεωρία της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας» ή αλλιώς «το φαινόμενο του Πυγμαλίωνα».
Τι σημαίνει η θεωρία της αυτοεκπληρούμενης προφητείας;
Τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος ο κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Μέρτον. Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε ο ίδιος: Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία είναι η λανθασμένη εκτίμηση μιας κατάστασης, η οποία όμως προκαλεί μια συγκεκριμένη συμπεριφορά που τελικά προκαλεί την εκπλήρωση της εκτίμησης αυτής. Με λίγα λόγια, μια λανθασμένη προφητεία, που όμως επηρεάζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων, οι οποίοι δρουν πια με τέτοιο τρόπο ώστε η προφητεία αυτή καθίσταται πραγματικότητα.
Πώς επηρεάζονται τα παιδιά από την «αυτοεκπληρούμενη προφητεία»;
Όσον αφορά στα παιδιά, πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία οι γονείς βάζουν, χωρίς βέβαια να το καταλαβαίνουν, αρνητικές ταμπέλες – ετικέτες στα παιδιά τους.Μπορεί δηλαδή, ένα παιδί να έχει παρουσιάσει κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά (για παράδειγμα πεισματάρης, τεμπέλης, ζημιάρης και λοιπά) και οι γονείς του να μιλούν για αυτή τη συμπεριφορά είτε στο ίδιο το παιδί είτε σε άλλους σαν να είναι δεδομένη.Οι απόψεις των γονιών ασκούν σημαντική επίδραση στη συμπεριφορά και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα των παιδιών. Τα παιδιά δεν έχουν προλάβει να αναπτύξουν την κριτική τους ικανότητα σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορέσουν να «αντικρούσουν» τα λεγόμενα του γονέα. Επομένως, όχι μόνο δέχονται παθητικά την οποιαδήποτε ταμπέλα, αλλά και υιοθετούν και εφαρμόζουν τη συμπεριφορά που τους χρεώνεται από τους γονείς.
Το παιδί θεωρεί πια κομμάτι της προσωπικότητάς του αυτή την «ταμπέλα» προσπαθώντας ασυνείδητα να επιβεβαιώσει την άποψη των γονιών. Αντίστοιχα, οι γονείς συνεχίζουν να μιλούν για τη συμπεριφορά αυτή του παιδιού με αποτέλεσμα αυτή να ενισχύεται ακόμα περισότερο.Το παιδί, αφού έχει μεγαλώσει έχοντας το συγκερκιμένο χαρακτηριστικό, είναι πολύ δύσκολο να το αποβάλει. Ακόμα, κι αν προσπαθήσει τελικά σε μεγαλύτερη ηλικία να αντικρούσει την άποψη αυτή των γονιών, μέσα στο μυαλό του θα υπάρχει η σκέψη ότι η άποψή τους δεν ήταν λανθασμένη.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι αρνητικές «ταμπέλες» δεν θέτονται μόνο από τους γονείς και την οικογένεια, αλλά και από το σχολείο. Πολλές φορές, οι εκπαιδευτικοί με τη συμπεριφορά τους και τα λόγια τους μπορεί να ωθήσουν κάποιον μαθητή να σταματήσει να προσπαθεί, γιατί παίρνει το μήνυμα ότι είναι τεμπέλης ή ότι δεν είναι τόσο έξυπνος ή γενικά ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει.
Μην ξεχνάμε βέβαια και τις περιπτώσεις όπου συμβαίνει το αντίθετο. Όταν δηλαδή οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί βάζουν θετικές ταμπέλες στα παιδιά κι έτσι τα επηρεάζουν με θετικό τρόπο.
(Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν πολλά παιδιά που αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες, τα οποία ‘κρυμμένα’ πίσω από τη μάσκα της δυσκολίας τους σταματούν να προσπαθούν. Ως εκπαιδευτικός, όταν επιμένω για τους τόνους ή για καλύτερα γράμματα, έχω έρθει αρκετές φορές αντιμέτωπή με το εξής επιχείρημα: «Αφού έχω δυσλεξία, δεν μπορώ να βάζω τόνους / δεν μπορώ να κάνω καλύτερα γράμματα!». Η απάντησή μου είναι πως η δυσλεξία δεν παίζει κανένα ρόλο και πως ακόμα κι αν έχουν κάποια δυσκολία μπορούν να τα καταφέρουν. Πράγματι, μετά από αυτή την παραίνεση, παρατηρώ μεγάλη διαφορά στα γραπτά των συγκερκιμένων μαθητών, αφού τονώνεται η αυτοπεποίθησή τους). Πολλές έρευνες έχουν γίνει για να δείξουν την επίδραση που ασκούν οι προσδοκίες των γονιών ή των εκπαιδευτικών στη συμπεριφορά των παιδιών.
Ένα πείραμα που… ξαφνιάζει!
Η πιο γνωστή είναι η έρευνα που διεξήχθη από τον Robert Rosenthal και τον Lenore Jacobson κατά το τέλος της δεκαετίας του 1960.Οι δύο ερευνητές εφάρμοσαν ένα μη λεκτικό τεστ νοημοσύνης σε παιδιά 18 τάξεων σε ένα σχολείο μιας φτωχής περιοχής. Υποστήριζαν ότι το τεστ αυτό θα έδειχνε την πορεία των μαθητών κατά τη σχολική τους πορεία. Πιο συγκεκριμένα, θα διέκρινε τα παιδιά που ήταν χαρισματικά ως προς τη νοημοσύνη. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αλήθεια. Οι ερευνητές δεν ήθελαν να εξετάσουν τη νοημοσύνη των μαθητών, αλλά την πρόοδό τους ανάλογα με τις προσδοκίες των καθηγητών. Δηλαδή, από τα παιδιά που συμμετείχαν στην έρευνα, επιλέχθηκε εντελώς τυχαία το 20%. (Βέβαια, οι εκπαιδευτικοί δεν γνώριζαν ότι η επιλογή έγινε τυχαία! Πίστευαν πως πρόκειται πράγματι για τα πιο ευφυή παιδιά). Οι ερευνητές ισχυρίζονταν πως τα παιδιά που επιλέχθηκαν θα σημείωναν σημαντική πρόοδο μέχρι το τέλος της χρονιάς. Οι ερευνητές επισκέφθηκαν ξανά το σχολείο κατά το τέλος της χρονιάς, παρέχοντας το ίδιο τεστ στα παιδιά. Παρά το γεγονός ότι τα παιδιά που επιλέχθηκαν δεν ήταν πραγματικά πιο ευφυή από τα υπόλοιπα (όπως νόμιζαν οι εκπαιδευτικοί), έδειξαν πραγματι μεγαλύτερη πρόοδο! Οι ερευνητές επέστρεψαν δύο χρόνια αργότερα, δίνοντας ξανά το ίδιο τεστ στους ίδιους μαθητές. Τότε διαπίστωσαν ότι εκείνοι οι μαθητές που είχαν επιλεχθεί ως πιο ευφυείς, εξακολουθούσαν να σημειώνουν μεγαλύτερη πρόοδο από τους υπόλοιπους!
Μια μελέτη σχετική με το βάρος
Πριν από μερικά χρόνια ολοκληρώθηκε μια έρευνα στο UCLA σχετικά με το πώς οι «ταμπέλες» μπορούν να επηρεάσουν το βάρος των παιδιών.Για την έρευνα αυτή, επιλέχθηκαν περίπου 2.500 κορίτσια στην ηλικία των 10 ετών. Στην αρχή της έρευνας τα κορίτσια ζυγίστηκαν, μέτρησαν το ύψος τους και ερωτήθηκαν τι πιστεύουν σε σχέση με το βάρος τους. Παραπάνω από τα μισά κορίτσια είπαν πως θεωρούσαν ότι ήταν χοντρά. Εννέα χρόνια αργότερα, στην ηλικία δηλαδή των 19 ετών, τα ίδια κορίτσια κλήθηκαν από τους ερευνητές. Ζυγίστηκαν και μέτρησαν ξανά το ύψος τους. Διαπιστώθηκε ότι τα κορίτσια τα οποία πίστευαν ότι είναι χοντρά ήταν 1,66 φορές περισσότερο παχύσαρκα. Η μελέτη αυτή έδειξε γενικά ότι όταν ένα παιδί αποκτήσει την «ταμπέλα» ότι είναι χοντρό (επειδή έτσι το αποκαλούν οι γονείς ή οι φίλοι) έχει περισσότερες πιθανότητες μεγαλώνοντας να γίνει παχύσαρκο. Μπορείτε να δείτε ολόκληρη την έρευνα στην παρακάτω διεύθυνση: http://www.dishlab.org
Οι προσδοκίες που έχουν οι γονείς για τα παιδιά τους, αλλά και οι εκπαιδευτικοί για τους μαθητές τους μπορεί να φανούν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς τους. Γι’ αυτό, τόσο οι γονείς, όσο και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να δείχνουν ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην δημιουργούν «ταμπέλες». Κάθε παιδί έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, θετικά ή αρνητικά, τα οποία όμως δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένα ούτε μη βελτιώσιμα.
Καλό είναι λοιπόν να αποφεύγονται φράσεις όπως:
Είσαι τεμπέλης. Κάνεις συνέχεια ζημιές. Δεν μπορείς να τα καταφέρεις. Δεν είσαι καλός μαθητής και πολλές ακόμα.