Της Ρομίνας Ξύδα
Πότε μεγάλωσες; Ξέχασα να σε ρωτήσω, πολλές φορές δεν είχα καν το χρόνο να σε κοιτάξω. Οι δουλειές, βλέπεις. Το άγχος, ξέρεις. Η τρέλα μέσα στην οποία χανόμαστε εμείς οι μεγάλοι, μου έκλεψε τις ματιές μέσα στις μέρες που πέρασαν από πάνω σου κι από μέσα σου με ταχύτητα ιλιγγιώδη. Σήμερα το πρωί έβγαλα από εκείνο το μεγάλο συρτάρι, που ποτέ δεν σε αφήνω να ανοίξεις, τη φωτογραφία που σε δείχνει ακριβώς στους επτά μήνες κύησης: ένα κοντινό πλάνο του προσώπου σου μεγεθυμένο κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές. Τότε είχα πει: “πόσο άσχημο είναι!”, τώρα ανοίγω διάπλατα τα μάτια μπροστά στην ομορφιά σου.
Πότε μεγάλωσες; Πριν από λίγο έβγαλα από το συρτάρι κάτι μικρούτσικα, πανάλαφρα παπουτσάκια, τα πρώτα σου παπουτσάκια που χωρούν και τα δύο μαζί στην παλάμη του χεριού μου. Σφίχτηκε ο λαιμός μου όταν τα άγγιξα. Πως ξέχασα ότι κάποτε, αυτά τα επίδοξα πόδια μπαλαρίνας, βολεύονταν σε κάτι τόσο δα μικρό;
Πότε μεγάλωσες; Πάνε λίγα μόλις λεπτά που κράτησα στα χέρια μου τις πρώτες σου ζωγραφιές, που έκλαψα στα πρώτα σου μετέωρα βήματα, που γέλασα στο άκουσμα της πρώτης σου λέξης, που βούρκωσα κοιτάζοντάς σε να τρέχεις, να χορεύεις, να παίζεις, να κάνεις φίλες και μούτρα, να έχεις έρωτες και νεύρα.
Πότε μεγάλωσες; Ανεβαίνω την μεγάλη σκάλα του σπιτιού αγκαλιά με δύο σακούλες γεμάτες βιβλία, τετράδια, μολύβια, ξύστρες, γόμες και ξυλομπογιές, αγκομαχάω μπροστά στην καινούρια σου καθημερινότητα, κοντοστέκομαι πίσω στις μέρες που μόνο να παίζεις έπρεπε και αναρωτιέμαι: πότε μεγάλωσες; Τρέχεις και με φιλάς. Είσαι χαρούμενη. Είσαι ευτυχισμένη ακριβώς επειδή μεγάλωσες, επειδή θα πας στην πρώτη δημοτικού. Χώνεις χέρια και μουσούδι μέσα στις σακούλες, ξεφυλλίζεις με τα μικρά σου δαχτυλάκια τα καινούρια σου βιβλία, μυρίζεις _ όπως ακριβώς έκανα κι εγώ _ τις ζελατίνες, γελάς δυνατά και φωνάζεις ακόμη δυνατότερα: “μα πότε επιτέλους θα ανοίξουν τα σχολεία; Θέλω να πάω αύριο!”
Πότε μεγάλωσες; Με πιάνει ζαλάδα μπροστά στο χρόνο που τρέχει γύρω μου, ίλιγγος απέναντι στην αδυναμία μου να τον σταματήσω θωρακίζοντας σε στην μικρή μου πλέον αγκαλιά, τρόμος μέσα στο νέο μονοπάτι της ζωής σου που θα σε μεταμορφώσει με το έτσι θέλω σε μεγάλο παιδί.
Κι εδώ, αγάπη μου, ακριβώς στο σημείο αυτό, στην εκκίνηση του νέου σου δρόμου, σφίξε μου το χέρι και άκουσέ με: Μεγάλωσες για το σύστημα, αλλά για μένα θα παραμένεις πάντα το μωρό μου. Γι” αυτό, άκουσέ με. Δεν με νοιάζουν οι βαθμοί που θα φέρεις, ούτε και θα με νοιάξουν ποτέ. Αυτό που θέλω είναι να αγαπήσεις το διάβασμα, να λατρέψεις τις κλίσεις σου, να κάνεις το κέφι σου ζωή και την ζωή σου κέφι. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα επέμβω ποτέ στις φιλίες σου, φτάνει στις τελευταίες να μην αισθανθείς ποτέ εκμηδενισμένη, περιφρονημένη, αδικημένη. Ούτε στους έρωτες σου θα επέμβω αρκεί να σε βλέπω να γελάς μ” αυτό το άγουρο, ανόθευτο, αληθινό χαμόγελο του τώρα. Είμαι περήφανη που είσαι πιο έξυπνη από εμένα, πιο ευαίσθητη από τον κόσμο μας, πιο μαχητική από άλλα παιδιά της ηλικίας σου, πιο επίμονη από γαϊδούρι, πιο τρυφερή από γάτα, πιο πιστή από σκύλο, πιο δυνατή από λέαινα.
Αυτός ο δρόμος είναι δικός σου και όλα θα στα επιτρέψω. Όλα, εκτός από την ανία. Μην τολμήσεις ποτέ και βαρεθείς. Όρμα στη ζωή! Μη φοβάσαι τις γρατσουνιές, μη χαμπαριάζεις από σπασίματα, μην κωλώσεις με τα ύψη, μην τρομάξεις στα βάθη. Όσο ζόρικα κι αν είναι τα πράγματα, όλα τα μπορείς, κι αυτό στο λέει η μαμά που σε ξέρει καλύτερα απ” τον καθένα. Μόνο μη βαρεθείς! Άσε το γέλιο να γουργουρίζει στο λαιμό σου απέναντι σε όσους θα σε πειράξουν, και τα δάκρια να τρέξουν απ” τα μάτια σου μπροστά σε εκείνους που θα σε συγκλονίσουν. Κλείσε πόρτες σε όσους σε ενοχλούν, άνοιξε παράθυρα σε εκείνους που σε αγαπούν, κάνε party με την μουσική τέντα, πήγαινε μία μέρα αδιάβαστη στο σχολείο, διάβασε διπλά την επομένη, ανέβα, κατέβα, τρέξε, χόρεψε, γέλα! Η ζωή σου τώρα ξεκινά και είναι μόνο δική σου…