Γονιέ που αυτοκτόνησες (δε σε συγχωρώ)

aytoxeiragonie

Της Ρομίνας Ξύδα

 Λίγες ημέρες πριν. Ένας 39χρονος άνδρας και πατέρας ενός μικρού παιδιού περνάει το κατώφλι ενός καταστήματος για ν” αγοράσει ένα μεγάλο, γερό, άκαμπτο, σκοινί. Το κρύβει από όλους, σαν θησαυρό, το κοιτάζει τα βράδια, σαν λύτρωση. Φτιάχνει θηλιά. Για να κρεμάσει επάνω της ένα παρόν γεμάτο από χρέη και οικογενειακά αδιέξοδα, την περνάει στο λαιμό του κόβοντας κάθε πιθανότητα ανάσας στο αύριο. Λίγα λεπτά αργότερα, κρέμεται εκεί. Σ “ ένα απόμερο σημείο ενός αλσυλλίου, στην περιοχή του Μοσχάτου, στην συμβολή των οδών Ελευθερίας και Πίνδου. Μόνος, άψυχος, λυτρωμένος. Το αιωρούμενο από το βρόγχο πτώμα του εντοπίζει κάποιος περαστικός, ειδοποιεί την Αστυνομία και το ΕΚΑΒ αλλά είναι πλέον αργά. Το μόνο που έχει αφήσει πίσω του είναι ένα σημείωμα πάνω στο οποίο ζητάει μια μεγάλη συγνώμη από το παιδί του…

Την έχω αντικρίσει αυτή τη συγνώμη, χρόνια πριν, γραμμένη από τα χέρια κάποιου άλλου αυτόχειρα πατέρα. Ήταν χειμώνας. Μεσημέρι. Σχόλασμα. Πιασμένες χέρι-χέρι επιστρέφαμε με την φίλη μου από το σχολείο στο σπίτι, σκασμένες στα γέλια και στη ζωή. Δυο κορίτσια της πρώτης γυμνασίου, ανυποψίαστα για το κακό που περίμενε τη μία από εμάς στα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας της. Βλέπουμε κόσμο, περιπολικά, ασθενοφόρα, δάκρια στα μάτια, πόνο στα βλέμματα περαστικών και γειτόνων. Μια γυναίκα τραβά δυνατά τη φίλη μου από το μπράτσο για να μην καταλάβει, για να μη δει. “Αλίκη, αυτοκτόνησε ο μπαμπάς σου. Μ” ένα περίστροφο. Σου ζητάει “συγνώμη” κορίτσι μου, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς…”. Τα γέλια γίνονται θρήνος, η εφηβεία θάνατος, η ζωή κομμάτια, το χάδι περίστροφο, η φίλη μου κάποια άλλη. Μια απορημένη φιγούρα που όσα χρόνια κι αν πέρασαν δεν έπαψε ποτέ να επαναλαμβάνει με παράπονο: “Μπορούσε να κάνει κι αλλιώς…”

Ναι. Μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Δεν είχε το δικαίωμα να φύγει τόσο άτολμα, τόσο βιαστικά. Δεν είχε το δικαίωμα να σκοτώσει το χαμόγελο ενός παιδιού, να αφανίσει την πίστη του στην ελπίδα, να το κάνει να πιστέψει ότι η αγάπη του για εκείνο ήταν υποδεέστερη της προσωπικής του “σωτηρίας”. Δεν είχε το δικαίωμα να μην παλέψει, να μην ματώσει, να μην ισοπεδωθεί για το παιδί του. Δεν είχε το δικαίωμα να του στερήσει την σιγουριά της πατρικής φιγούρας, τη δύναμη πως όλα τα μπορούμε, τον τσαμπουκά ότι όλα μπορούν ν” αλλάξουν. Δεν είχε το δικαίωμα να το αποξενώσει από φίλους, να το καθίσει στο ντιβάνι του ειδικού, να το πετάξει τόσο άτσαλα και τόσο βιαστικά στο περιθώριο της δυστυχίας. Δεν είχε το δικαίωμα να του κλέψει την ανεμελιά της εφηβείας, το χαμόγελου ενός δεκατριάχρονου, τα πάρτυ, τις παρέες, τους έρωτες, την χαρά. Δεν είχε το δικαίωμα να του φορέσει μαύρα ρούχα στο σώμα και πένθος στην ψυχή. Δεν είχε το δικαίωμα να πεθάνει…

Δεν ξέρω πόσος πόνος, πόσο αδιέξοδο, πόσος πανικός, πόση απόγνωση κρύβεται στην ψυχή ενός αυτόχειρα γονιού. Αλλά ακόμη κι αν ήξερα, αν είχα την δύναμη να δω και να μετρήσω, είμαι βέβαιη ότι θα ήταν πολύ “χαμηλότερα” μπροστά στον ύψιστο πόνο που κληροδοτεί στο ίδιο του το παιδί. Γιατί ένας γονιός μπορεί να θέλει τα πάντα. Το δικαίωμα όμως να μην θέλει να ζήσει το έχασε όταν έφερε στον κόσμο την ίδια του τη ζωή…

   

Ένα σχόλιο.

  1. Christina Grig. 29/10/201614:52

    Το κείμενο σου για άλλη μια φορά συγκλονιστικό…..Μέσα σε τοσο λίγες γραμμές κατάφερες να «χωρέσεις» όσο γίνεται τον πόνο ενός παιδιου που ο γονέας του αυτοκτόνησε….Έναν πόνο που θα του προκαλέσει ένα ψυχικό τραύμα που θα προσπαθεί ακομα και Χρονια μετα να επουλώσει…..Μεγάλη η ευθύνη του να είσαι γονιός.Συμφωνω απόλυτα με όσα γράφεις και σαν ειδικός και σαν μαμα. Και επαυξάνω.

    Reply

Άφησε ένα σχόλιο

*