Της Ρομίνας Ξύδα
Πού γυρνάς όταν πεθαίνει κάποιος; Εκεί που τον συνάντησες πρώτη φορά. Εκεί με γύρισες, ρε Νίκο, σήμερα. Στο γραφείο του Θέμου, στο καλό, στο γούρικο, της Παύλου Μελά. Εγώ με την γλωσάρα μου να στέκομαι απέναντί του και να του λέω: «Αν δεν με βάλεις δίπλα στον Ζαχαριάδη, παραιτούμαι! Θα φύγω από την εφημερίδα!», εκείνος να κουνάει πάνω-κάτω το κεφάλι και να μου λέει: «Είσαι τρελή, είναι τρελός, ή θα σκοτωθείτε ή θα αγαπηθείτε», αγαπηθήκαμε τελικά, γαμώ το στανιό μου. Μη με ρωτάς τώρα «από πού βγήκε το γαμώ το στανιό μου;», δεν ξέρω, πάντα τέτοια ρωτούσες και δεν είχα απαντήσεις. Και γέλαγες, γούσταρες το κοκαλωμένο χαμόγελο στα χείλη που γινόταν καταρράκτης από γέλια. Καθαρά γέλια ρε φίλε, σαν γάργαρο νερό. Τους βάλτους και τους βλάκες δεν μπορούσες «Μία η άλλη έλεγες». Και τρέχαμε σαν τα άλογα τα θέματα που γεννούσε η κουνέλα η ευφυΐα σου. Περήφανα. Με ένα τσικ σνομπισμού, πετυχαίνοντας καθαρόαιμη διαφορά. «Κάνε την ζητιάνα και την πουτ@να, τη λουλουδού και τη λαϊκατζού σε πάγκο. Κάνε ό,τι κωλώνουν οι άλλοι». Και τα έκανα. Και υποκλινόσουν στη διαστροφή μου, στη διαστροφή μας. Σύσκεψη, αργά το απόγευμα. Ανοιχτός σε κάθε κουλαμάρα: της Φένιας, της Ζωής, της Τίνας, του Κώστα, της Μυρτώς, της Εβελίνας, του Παναγιώτη, της Ιζαμπέλας… Κούτες τσιγάρα, σούρουπο, κλείσιμο στις πέντε το πρωί, «παιδιά ανοίξαμε και σας περιμένουμε». Για προτάσεις, για «μου αρέσει-δεν μου αρέσει», για ρεπορτάζ , για NoLogo, για Zapping, για Αυτοψυχανάλυση, για νυχτοκάματα λουσμένα στο φως της έμπνευσης σου. Πού την έβρισκες την ρημάδα; Πώς σ’ ερωτεύτηκε τόσο, ποτέ δεν μας εξήγησες. Και να μας εξηγούσες, σάμπως και θα καταλαβαίναμε; Δίπλα σου αγαπηθήκαμε. Κοντραριστήκαμε. Μισηθήκαμε. Τσακωθήκαμε. Τα ξαναβρήκαμε. Μόνο μια διευθυντάρα μπορεί να το κάνει αυτό, διευθυντάρα μας. Κι ύστερα, χαθήκαμε για να μην ξεχαστούμε στην πραγματικότητα ποτέ. Ποτέ δεν χάνονται Νικολάκη οι καλές παρέες, έστω κι αν οι φίλοι δεν είναι πια μαζί… Όταν έφυγες από το Big Fish, δεν μαραζώσαμε. Ρημάξαμε. Κείμενα τυποποιημένα, εμετικά βαρετά, δικά μου ή των άλλων. Χωρίς λάμψη, χωρίς φως, χωρίς γέλια καταρράκτες, βρισίδια και ξαναφιλιώματα. Έσπασε ο ιστός, κι όλα μάζα. Καλογραμμένη, αλλά μάζα. Βούρκος η έμπνευση, φίλε μου καλέ… Δεν ξέρω τι να σου πω. Πώς σ’ αγαπάω; Πώς σ’ ευχαριστώ; Πώς δεν θα σε ξεχάσω ποτέ; «Κλισέ», θα μου απαντούσες. Κι ύστερα θα γέλαγες και θα φώναζες δυνατά στο γραφείο: «Ρε Ξύδα, φοράς τα μίνι μέχρι τον κώλο κι όμως δεν έχω καταφέρει να δω ποτέ το βρακί σου». Γελάω ρε Νίκο και κλαίω μαζί. Γελάμε ρε Νίκο και κλαίμε χώρια. Σε λίγο καιρό με σένα πάλι διευθυντή θα κρατούσαμε στα χέρια μας το πιο ταξιδιάρικο περιοδικό της χώρας. «Δεν ήρθε ο Νίκος στο ραντεβού», μου είπε το πρωί η Ιζαμπέλα. Κι ύστερα από πέντε λεπτά, μια κραυγή η φωνή της : «Ρομίνα, ο Νίκος πέθανε». Κι ύστερα σιγή. Να ακούμε η μία την ανάσα της άλλης, κι ένα κλάμα στο βάθος της γραμμής. Αφιερωμένο σε σένα θα είναι ταξιδιάρη μας αυτό το περιοδικό. Και θα είναι κατάδικο σου, σαν βγαλμένο από άλλον γαλαξία…