Της Ρομίνας Ξύδα
Απόγευμα στο μπάνιο. Βάζω γυαλί πρεσβυωπικό και κυνηγάω με μάτι αλαφιασμένο τον αγώνα επιβίωσης μιας ψείρας επάνω στο μικρό του κεφαλάκι. Ύστερα βγάζω αντιφθειρικά, μαντζούνια και λοσιόν, αλείφω ακόμη και το τελευταίο ίχνος τρίχας και πιο μετά αναστενάζω όλο παράπονο: “Βρε αγόρι μου, που τις κόλλησες τις βρωμο-ψείρες;” Εκείνος με κοιτάζει. Σαστισμένος, απορημένος, σχεδόν προσβεβλημένος: “Γιατί τις βρίζεις, βρε μαμά, τις καημένες τις ψείρες; Τι σου έκαναν; Να! Θα βάλεις το ειδικό σαμπουάν και θα φύγουν. Αλήθεια, μαμά, κάνουν μωρά οι ψείρες;”
Αναστενάζω ξανά. Πιο δυνατά και μ” ένα ξεφύσημα ικανό να σαρώσει τις ψείρες όλου του ντουνιά ξεκινώ να παραδίδω μαθήματα παρασιτολογίας και “καλής συμπεριφοράς”: Δεν σου επιτρέπω να τις ξαναποκαλέσεις “καημένες”! Αυτές οι βρωμιάρες είναι μικροσκοπικά παράσιτα χωρίς φτερά. Έχουν έξι πόδια με τα οποία γαντζώνονται στα μαλλάκια σου και σου πίνουν το αίμα! Και τρώνε! Τρώνε πολύ! Τέσσερις φορές την ημέρα! Κι όταν αυτές τρώνε, εσύ ξύνεσαι. Κι όταν ξύνεσαι, υποφέρεις! Κι όταν εσύ υποφέρεις, εγώ είμαι ικανή όχι να τις διώξω από το κεφάλι σου αλλά να τις εξαφανίσω από το “ζωϊκό” βασίλειο!”
Τώρα τρίβω πιο έντονα, πιο δυνατά, θεωρώντας το σεμινάριο περί ψείρας λήξαν όπως ακριβώς και τη ζωή τους πάνω στο κεφάλι του βασιλιά μου. Εκείνος πάλι, όχι: “Σε ρώτησα όμως μαμά αν κάνουν μωρά οι ψείρες κι εσύ δεν μου απάντησες! Γιατί δεν απαντάς;” Το δεύτερο μέρος του σεμιναρίου παρασιτολογίας ξεκινά μ” ακόμη έναν αναστεναγμό, μ” ακόμη περισσότερο τρίψιμο: “Ναι! Κάνουν που να μην έκαναν! Κάνουν έως και δέκα μωρά την ημέρα! Και τα μωρά τους τα λέμε νύμφες. Και οι νύμφες μέσα σε δέκα ημέρες μεγαλώνουν και κάνουν κι εκείνες μωρά! Κι αυτά με τη σειρά τους κάνουν άλλα μωρά και ούτω καθεξής! Και μέσα σε διάστημα δύο μηνών που ζουν είναι ικανές να κάνουν πάνω στο κεφάλι σου τριακόσια μωρά! Αλλά εγώ θα τα εξαλείψω όλα! Θα τα πατήσω κάτω!”
Τινάζεται! Σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, και με βλέμμα όλο θλίψη ξεκινά να αρθρώνει τον αντίλογο μιας ιδιότυπης ευαισθησίας που μόνο παιδικά χείλη μπορούν ν” αρθρώσουν: “Αυτό δεν το περίμενα από σένα μαμά! Να θέλεις να σκοτώνεις μωρά! Και τι έγινε που είναι ψείρες; Έτσι γεννήθηκαν, δεν φταίνε αυτές! Εγώ, να ξέρεις, τις λυπάμαι. Κι ας με κάνουν όλη μέρα να ξύνομαι!”
Συζήτηση τέλος και λοσιόν τέλος και ψείρες τέλος. Χαϊδεύω το απαλλαγμένο από τα ενοχλητικά ζωύφια κεφαλάκι του και σκέφτομαι. Πόσο ευαίσθητο μπορεί να είναι ένα παιδί. Πόσο δύσκολη θα είναι η “εναρμόνισή” του σ” αυτόν τον τόσο σκληρό κόσμο, τον γεμάτο από κάθε λογής ανθρώπινα παράσιτα: μικρά, μεγάλα, κακομεγαλωμένα, επικίνδυνα, ύπουλα, τρομακτικά. Σκέφτομαι. Πόσο παγώνει μια ενήλικη καρδιά, πόσο μειώνονται οι χτύποι της, πόσο ανίκανη μοιάζει να βγει από τα στενά όρια που έπλασαν για εκείνη οι νόμοι της επιβίωσης. Πόσο στενή, συνοφρυωμένη, θλιβερή και δύστυχη φαντάζει μπρος σε μία παιδική ψυχή που όλα τα χωρά, εκτός απ” την κακία. Πόσο μαύρο έχει πέσει πάνω της, πόση βρώμα έχει τρυπώσει μέσα της, πόσα αρνητικά συναισθήματα έχουν γίνει ένα με τη φύση της.
Σκέφτομαι. Ότι τα τόσο ευαίσθητα παιδιά θα τα βρουν μπαστούνια, θα διαψευστούν, θα πληγωθούν, θα ματαιωθούν μέσα σ” ένα σύμπαν όπου βασιλεύει η ανθρωποφαγία και η απάθεια. Σκέφτομαι ότι θα πρέπει, ότι θα ήθελα, να γίνει πιο σκληρός. Σκέφτομαι, και του το λέω: “Αγόρι μου, δεν θέλω να είσαι τόσο ευαίσθητος. Δεν κάνει καλό. Να είσαι πιο σκληρός, όχι μόνο με τις ψείρες, αλλά με οτιδήποτε σε ενοχλεί και με οποιονδήποτε σε απειλεί. Ο κόσμος δεν είναι τόσο καλός όσο τον φαντάζεσαι κι εγώ δεν θέλω να πληγωθείς”. Τώρα σκέφτεται κι εκείνος. Για ώρα, για πολύ ώρα, κι ύστερα, ακουμπώντας πάνω μου το μικρό του κεφαλάκι, μου διδάσκει ότι το μόνο που μας μένει είναι να είμαστε άνθρωποι: “Δεν πειράζει μαμά αν ο κόσμος είναι σκληρός. Όσο πιο σκληρός είναι ο κόσμος τόσο πιο πολύ θα τον λυπάμαι. Εγώ δεν θα γίνω κακός επειδή είναι και οι άλλοι κακοί. Και στο λέω να το ξέρεις! Πάντα θα νοιάζομαι αν τα μωρά είναι καλά. Ακόμη κι αν αυτά τα μωρά είναι… ψείρες!”