Της Ρομίνας Ξύδα
Με γύρισε πίσω. Στα χρόνια της Νομικής. Στο κορίτσι με το υπερασπιστικό πάθος όλων εκείνων που δεν είχαν φωνή, στο πλάσμα με τον τσαμπουκά που θα’ κανε κάθε φονιά «lettre morte», στο κέρατο που δεν έπαιρνε τα μάτια του από νομοθετικά παραθυράκια με την ελπίδα να φωτίσει κάποτε την κοινωνία…
Με «ξαναγέννησε». Κορίτσι. Με μίνι φούστα, ψηλά τακούνια και μαλλί λουσμένο στο οξυζενέ. Κουφή στο «κατέβασε λίγο τη φούστα σου παιδάκι μου», αγέρωχη στα «δεν ντρέπεσαι λίγο», αδιάφορη σε κοινωνικές αρλούμπες περί φυσικού χρώματος «που είναι τόσο πιο σικάτο»…
Με δίδαξε. Ότι η ευαισθησία έχει δύναμη, οι νεκροί φωνή και η αξιοπρέπεια υπερηφάνεια. Πως τα φράγκα δεν έχουν πάντα πέραση ούτε τα connais αξία. Ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να κάνουν δυνατά τα «ανθρωπίνως αδύνατα». Πως είναι στο χέρι μας να μετατρέψουμε το γέλιο ενός αλήτη σε κλάμα γοερό την ώρα που μια ολόκληρη χώρα θα χαμογελά γεμάτη ικανοποίηση. Ότι δεν αποδίδεις δικαιοσύνη μοιράζοντας συγχωροχάρτια σε καθάρματα ούτε χαμπαριάζεις από δικονομικά τερτίπια που θολώνουν την αποκάλυψη της αλήθειας. Πως η υπεράσπιση ενός κατηγορουμένου είναι ιερή, πυλώνας της δημοκρατίας όταν μετέρχεται με θεμιτά μέτρα υπεράσπισης, αλλιώς λέγεται αλητεία…
Με ταξίδεψε. Σε ένα σύμπαν όπου οι εισαγγελείς δεν είναι κάτι αποστειρωμένες τύπισσες που κλείνουν την παγερή καρδιά τους μέσα σε σκούρα, μέχρι τον λαιμό κουμπωμένα πουκάμισα, αλλά την αφήνουν εκτεθειμένη στην ματιά του κόσμου κάτω από αραχνοΰφαντες κατάλευκες πουκαμίσες. Καρδιές που μπορείς ακόμη και να τις δεις… Είναι κατακόκκινες, χτυπάνε δυνατά, τιμωρούν το άδικο, επαινούν το καλό και φυλακίζουν μέσα τους τόσα αποθέματα αγάπης, ικανά να αλλάξουν τον κόσμο όλο…
Με ξεσήκωσε. Απέναντι σε κάθε άθλιο υπονοούμενο, μπροστά σε κάθε ελεεινό υποκείμενο, δίπλα σε όλες τις γυναίκες που ντροπιάστηκαν, εξευτελίστηκαν, βασανίστηκαν, βιάστηκαν, θανατώθηκαν. Και καθισμένη νοερά στο πλάι της, έχοντας για θέα τους παντός είδους καραγκιοζοπαίχτες που χαρακτήρισαν την αγόρευσή της «λαϊκή απογευματινή» είδα μια άλλη μέρα να ξημερώνει…
Με συγκίνησε. Με εκείνα τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα που σήμαναν για εκείνη το «ωραιότερο και πολυτιμότερο δώρο» της ζωής της. Αυτά ακριβώς τα τριαντάφυλλα που ελάχιστοι δικηγορίσκοι, πολιτιτικίσκοι και δημοσιογραφίσκοι θα έχουν την τιμή να λάβουν στη ζωή τους…
Μου φώναξε: “Να απονεμηθεί δικαιοσύνη κι ας χαθεί ο κόσμος όλος». Ήταν η στιγμή ακριβώς που της ξέφυγε ένας πόντος ευαισθησίας και… σκίστηκε το καλσόν της τάξης. Μιας τάξης που ελευθερώνει βιαστές, καλύπτει εκτελεστές και κανακεύει παντός είδους «διαχειριστές» της ζωής των άλλων…
Μου υπενθύμισε: «Η ζωή σου είναι η δική σου ζωή μην την αφήνεις να τσακιστεί σε μια φτηνή υποταγή. Να παραφυλάς. Υπάρχουν τρόποι να ξεφύγεις. Και κάπου υπάρχει ένα φως. Μπορεί να μην είναι πολύ δυνατό αλλά διώχνει το σκοτάδι. Να παραφυλάς…». Θα παραφυλάω Κυρία Δόγκα… Το φως είναι ήδη πιο δυνατό…