Η μικρή μπαλαρίνα της μαμάς…

mpallarina

Η Ναταλία.

Η μικρή μπαλαρίνα της μαμάς. Που δεν θέλει να αποχωριστεί τη δασκάλα χορού, στα τρία της και θεωρεί δεδομένο ότι θα την πάρει σπίτι για να χορεύουν μαζί κάθε ώρα και στιγμή.

Η μικρή μπαλαρίνα της μαμάς. Που φορά τις πουέντ ώρες ολόκληρες, μέσα στο σπίτι όταν άλλα παιδάκια στην ηλικία της περπατούν ξυπόλητα, για να τις συνηθίσει και κλαίει μόνη της, κρυφά το βράδυ, αγκαλιά με το μαξιλάρι της από το πόνο των πληγών στα δακτυλάκια των ποδιών της. Κι ύστερα σκουπίζει τα δάκρυα από τα παραπονεμένα μαγουλάκια για να μη τα δει ο μπαμπάς που θα την καληνυχτούσε, από φόβο μη τυχόν και δεν την άφηναν να τις ξαναφορέσει.

Η μικρή μπαλαρίνα της μαμάς. Που περνά την ώρα της βλέποντας χορογραφίες της Λίμνης των κύκνων, της Ζιζέλ και του Καρυοθραύστη, όταν οι συμμαθήτριες της στο νηπιαγωγείο έβλεπαν τη Ντόρα τη μικρή εξερευνήτρια να ψάχνει το χάρτη στην σακίδιο της.

Η μικρή μπαλαρίνα της μαμάς. Που ντυμένη με τα ροζ τούλινα φουστάκια της χορεύει σε κάθε παράσταση της σχολής έχοντας πάντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο και από κάτω χειροκροτούν όλοι και αστράφτουν τα φλας των φωτογραφικών μηχανών του μπαμπά, της νονάς και των θείων. Κι ύστερα να μαλώνουν ποια θα πρωτοβάλουν στο τοίχο του σαλονιού και πάνω από το κρεβάτι της, και σε τι χρώμα κορνίζα.

Η μικρή μπαλαρίνα της μαμάς. Που διαβάζει για τις εξετάσεις του σχολείου στα παρασκήνια του θεάτρου, μη τυχόν και χάσει μια ώρα από τις πρόβες της και δεν πάρει το ρόλο που επιθυμούσε.

Από το πρώτο άνοιγμα των ματιών της το πρωί, μέχρι να κλείσουν τα βλεφαράκια της αργά το βράδυ, να κάνει κάθε βήμα της χορογραφία. Στο σπίτι, στο σχολείο και τη σχολή χορού. Τις καθημερινές, τις γιορτές και τις διακοπές. Στις εκδρομές και τις βόλτες στα μαγαζιά, στις διακοπές στο βουνό και τη θάλασσα.

Δεν πατούσε τα πόδια της στη γη. Πετούσε σαν αερικό, χόρευε σα νιφάδα του χιονιού, ή σαν πεταλούδα της άνοιξης, πάνω από όλα και από όλους. Ζούσε και ανέπνεε μέσα από το χορό και τα βήματα του. Έπαιρνε τροφή και νερό, μέσα από τις νότες που οδηγούσαν τα πόδια της . Ένιωθε ότι ζει μόνο όταν ακροβατούσε στα αόρατα σκοινιά του ρυθμού και της έντασης. Ζούσε τους ρόλους που αναλάμβανε σαν να ήταν η ζωή της. Ήταν η ζωή της. Ο χορός ήταν η ζωή της.

Το τηλέφωνο χτυπούσε σα δαιμονισμένο. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα και η μαμά της ανήσυχη το σήκωσε τρέμοντας. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το ακουστικό έπεσε από τα χέρια της και εκείνη στα γόνατα να ουρλιάζει.

Αν οι επόμενες ώρες ήταν επίπονες, οι επόμενοι μήνες ήταν ο ορισμός του πόνου. Και τα επόμενα χρόνια θα ήταν Γολγοθάς.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η μπαλαρίνα της μαμάς, η Ναταλία, η πρώτη χορεύτρια της λυρικής, βρέθηκε να χαροπαλεύει καθώς βρέθηκε κάτω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου που ο οδηγός του μεθυσμένος αποφάσισε ότι εκείνο το βράδυ έπρεπε να πάρει μαζί του στο θάνατο και δυο πόδια επιπλέον.

Οι γονείς της σε απόγνωση δεν μπορούσαν να αποφασίσουν, γνωρίζοντας ότι η ζωή της μονάκριβης κόρης τους, ήταν ο χορός, αν τελικά έπρεπε να χαρούν που θα είχαν μια πεταλούδα με κομμένα φτερά στο σπίτι τους, φυλακισμένη σε ένα κλουβί, χωρίς λουλούδια και ήλιο, ή αν θα προτιμούσαν να την έχαναν για πάντα. Σκληρό για ένα γονιό που ξέρει ότι είτε έτσι ή αλλιώς η όλη κατάσταση ισοδυναμούσε με θάνατο.

Τα τέσσερα επόμενα χρόνια κύλησαν για τη Ναταλία μαρτυρικά. Τα πόδια της δεν υπήρχαν πια. Στη θέση τους το απόλυτο κενό. Μισό κορμί. Αυτά που της έδιναν δύναμη με την επαφή τους στη γη, που μετέφεραν την ένταση της μουσικής στο υπόλοιπο κορμί της, δεν ήταν εκεί. Η ανεξάρτητη κοπέλα έγινε ξαφνικά κάτι λιγότερο και από μωρό, χωρίς ωστόσο την προοπτική να μεγαλώσει όπως εκείνο. Εκείνη θα έμενε πάντα μωρό.

Τα τέσσερα επόμενα χρόνια κύλησαν για τη Ναταλία μαρτυρικά. Τρεις απόπειρες αυτοκτονίας, κατάθλιψη, ξάγρυπνα βράδια, μέρες ύπνου. Άρνηση της ζωής, ατελείωτα γιατί. Ηρεμιστικά χάπια και παυσίπονα για τον πόνο της ψυχής που δεν έγιανε με τίποτα.

Μέχρι που έφτασε πια στον πάτο, μέχρι που έφτασε πια τόσο χαμηλά, στο τίποτα! Και εκεί δεν υπήρχε κάτι παρακάτω. Και όταν ήταν έτοιμη απλά να αφεθεί στο ασφυκτικό τίποτα που την πίεζε ήρθε ένας άγγελος και την τράβηξε ψηλά.

Από ένα τίποτα κάποιες φορές έρχεται η σωτηρία, χωρίς να την περιμένεις! Μια βόλτα, μια απλή βόλτα που με το ζόρι οι γονείς της την έπεισαν να κάνει μαζί τους, σε μια ήσυχη παραλία, ένα φθινοπωρινό απόγευμα, έφερε αυτό που τέσσερα χρόνια τώρα, δεν κατάφεραν τα λόγια, τα παρακάλια, οι γιατροί και τα φάρμακα.

Μια βόλτα και η συνάντηση με ένα μικρό αγόρι, θα ΄ταν δε θα ΄ταν δέκα δώδεκα χρονών. Η Ναταλία στο καροτσάκι της προστατευμένη από τα αδιάκριτα βλέμματα με ένα κουβερτάκι, στην άκρη του κύματος αναπολούσε τις στιγμές που χόρευε πάνω από το αφρό του και σκεφτόταν ότι ποτέ ξανά δεν θα νιώσει τη δροσιά του. Το αγόρι εμφανίστηκε λες από το πουθενά και βρέθηκε ξαφνικά δίπλα της να την κοιτά περίεργα.

Έπιασε κουβέντα μαζί της και με την παιδική αδιακρισία την ρώτησε γιατί είναι στο καροτσάκι και μάλιστα σκεπασμένη αφού δεν κάνει κρύο. Δεν του απάντησε, απλά τον κοίταξε και χαμήλωσε τα μάτια της, σα να ντρεπόταν. Το αγόρι τράβηξε το κουβερτάκι και ένα μακρόσυρτο “αααααααα…..» έφυγε από το στόμα του. “Έχουμε τα ίδια πόδια ή μάλλον δεν έχουμε πόδια» της είπε και χαμογέλασε! “Ναι, μη με βλέπεις όρθιο να περπατώ, έχω ψεύτικα που με βοηθάνε, και μάλιστα τρέχω σε αυτά σε αγώνες. Έχω πάρει και μετάλλια. Ξέρεις τα έχασα πριν δυο χρόνια μαζί με τη μαμά μου. Έχασα τα πόδια μου και τη μαμά μου μαζί, αλλά δε μου λείπουν τα πόδια, η μαμά μου μου λείπει. Όταν ρώτησα πώς θα περπατάω, ο γιατρός μου είπε ότι θα έπρεπε να βάλω ψεύτικα και με αυτά θα μπορούσα να κάνω ό,τι θέλω. Τα έβαλα, αλλά δεν τον πίστεψα. Όμως όταν πήρα το πρώτο μου μετάλλιο στους αγώνες του το πήγα δώρο. Κι εσύ να βάλεις ψεύτικα. Θα σου πάνε μια χαρά» . Η Ναταλία αλλά κι οι γονείς της δε μίλησαν. Είδαν το αγόρι να περπατά στην άκρη της θάλασσας και κοιτάχτηκαν σιωπηλά.

Η Ναταλία.

Η μπαλαρίνα της μαμάς. Δεν έγινε χορεύτρια της Λυρικής και δεν ξαναπήρε μέρος σε παραστάσεις. Έγινε δασκάλα χορού για παιδιά με κινητικά προβλήματα. Διοργάνωνε τις δικές της μικρές παραστάσεις για τα μικρά της αγγελούδια και όταν γύριζε το βράδυ σπίτι της και έβγαζε τα ψεύτικα πόδια της, δεν κοιτούσε πια το κορμί της σαν μισό και άχρηστο.

Η μπαλαρίνα της μαμάς. Δεν ήταν πια χιονονιφάδα ή πεταλούδα, ήταν μια παπαρούνα που με τις εύθραυστες ριζούλες ίσα να ακουμπούν στη γη, πάσχισε κι άνθισε και κοκκίνισε και χαμογέλασε στον ήλιο.

Κι ήρθε πάλι η άνοιξη και η μπαλαρίνα της μαμάς ξαναχαμογέλασε.

Πηγή: fylada.gr

   

Άφησε ένα σχόλιο

*