© Kelly Lewis
Της Ρομίνας Ξύδα
Πρωινός περίπατος στου Φιλοπάππου. Τριάντα χρόνια μετά και την αναγνωρίζω.
– “Φιλίτσα;” Στέκει απέναντί μου μουδιασμένη. Μία μπαρμπουίτα σε συσκευασία Gaultier μ’ ένα μονόπετρο “αγκυλωτήρα” στον παράμεσο του δεξιού χεριού.
– “Μήπως κάνετε λάθος; Το όνομά μου είναι Φένη…”.
Όχι. Δεν κάνω λάθος. Ποτέ δεν έκανα λάθη στα πρόσωπα που ψυχοπονούσα. Τριάντα χρόνια πριν. Η Φιλίτσα. Η κόρη της κυρίας Τούλας, εκείνης της όμορφης γυναίκας με την πονεμένη ζωή, που καθάριζε τις σκάλες της πολυκατοικίας γιατί “ο σύζυγος μπάρκαρε στα καράβια και δεν ματαγύρισε ποτές”. Η Φιλίτσα. Το κοριτσάκι που μεγάλωσε με τα δικά μου περσινά φορέματα και τις δικές μου κούκλες. Η Φιλίτσα. Η δική μου “προστατευόμενη” που η ζόρικη ζωή της με έκανε να νιώθω οχυρωμένη από την πλήξη της ευκολίας. Η Φιλίτσα που έγινε… Φένη.
Ξάφνου, θυμάται το βαφτιστικό της όνομα και μου τείνει με υπερβάλλοντα ζήλο την χείραν με τον μπριγιαντένιο αγκυλωτήρα. Δεν με ρωτάει τι κάνω, τι έκανα, τι δεν έκανα, τι ήθελα να κάνω όλα αυτά τα χρόνια. Η επίδειξη του μπριγιαντένιου αγκυλωτήρα είναι η απόδειξη του τι έκανε έκανε εκείνη, η εξαργυρωμένη επιταγή όλων των δανεικών που της χρωστούσε η ζωή. Μου λέει ότι έχει σύζυγο επιχειρηματία. Και σπίτι με πισίνα στην Εκάλη. Και εξοχικό στην Iταλική Ριβιέρα. Και σκάφος αραγμένο στη γειτονιά μου. Και δύο μικρά παιδιά, τελευταία και καταϊδρωμένα στην απαρίθμηση των προσωπικών της επιτευγμάτων. Κανονίζουμε να πάμε οικογενειακώς για φαγητό. Μου δίνει ραντεβού στο σπίτι της γιατί “δυο βηματάκια είναι το σουσάδικο”.
Κυριακή μεσημέρι στεκόμαστε οικογενειακώς στα σκαλοπάτια του μαρμάρινου μαυσωλείου της. Μας ανοίγει την πόρτα μία Φιλιππινέζα την στιγμή που μία δεύτερη μας αφήνει σύξυλους με την φράση “Η κυρία ετοιμάζεται. Θα είναι κοντά σας σε λίγα λεπτά”. Την βλέπω να κατεβαίνει την μεγάλη σκάλα με τα χρυσά κιγκλιδώματα ως άλλη Τζόαν Κόλινς. Πίσω της ακολουθεί ο συμπαθέστατος υπερήλιξ σύζυγος και ακόμη πιο πίσω τα παιδιά της, ο Κωνσταντίνος-Αλέξανδρος και η Λυδία-Ελισάβετ κρατώντας έκαστο το χέρι μιας Φιλιππινέζας. Λίγο μετά τις απαραίτητες συστάσεις, η προστατευόμενη των παιδικών μου χρόνων με τραβάει με τρόπο σε μια γωνιά του σαλονιού λέγοντάς μου: “Μην σου ξεφύγει μπροστά στο σύζυγό μου ότι με φωνάζατε Φιλίτσα, ούτε πως έμενα στα Πετράλωνα. Πες του ότι γνωριστήκαμε κάπου στο Παρίσι. Οι άντρες δεν χρειάζεται να τα ξέρουν όλα”.
Επιβιβαζόμαστε στ’ αυτοκίνητα με την απόλυτη ντροπή να μου συστήνεται λίγα λεπτά αργότερα στην είσοδο του συμπαθέστατου σουσάδικου, όταν την ακούω να λέει: “Έχουμε κάνει κράτηση για δύο τραπέζια. Ένα στην τζαμαρία για εμάς κι ένα στο βάθος για τις… Φιλιππινέζες και τα παιδιά! Οι Φιλιππινέζες θα φάνε μόνο ρύζι και θα πιουν μόνο νερό! Για τα παιδιά έχω κανονίσει τα πάντα με τον chef. Εμείς, έτσι κάνουμε με τα παιδιά. Ακόμη και στις διακοπές μένουν σε ξεχωριστό δωμάτιο με τις Φιλιππινέζες…”. Ο άντρας μου, μου πατάει ελαφρά το πόδι – για να μην αντιδράσω – κι από σεβασμό, έκπληξη ή βλακεία, τον υπακούω τυφλά.
Καθόμαστε οι τέσσερις μας σε μια μεγάλη ροτόντα, παραγγέλνει τον κατάλογο-ολόκληρο “από πάνω ως κάτω, χρυσό μου”, κι αφού κατεβάσει δύο τρία ποτήρια κρασί, η Φιλίτσα που έγινε Φένη, ξεκινά συζήτηση… πολιτική: “Σήμερα χάζευα την Κριστίν! Την Λαγκάρντ, εννοώ! Τι κυρία! Τι ντύσιμο! Τι στυλ! Οι τσάντες της είναι πάντα Birkin σε μαύρο, καφέ ή πετρόλ, τα παπούτσια kitten heels, sneakers ή μπότες πάνω από το γόνατο, τα σακάκια της Chanel, τα φόρεματά της ένα κι ένα… Ποια είναι η γνώμη σου, Ρομίνα μου;”. Ο άντρας μου τώρα με κλωτσάει κάτω από το τραπέζι για να μην μιλήσω. Στην αρχή ελαφρά, στην συνέχεια τόσο δυνατά που είμαι έτοιμη να ουρλιάξω όχι από τις μπαρούφες της νεόπλουτης Φιλίτσας αλλά από τον πόνο.
Εκείνη συνεχίζει ακάθεκτη: “Καλέ είναι δυνατόν να μην τους πνίγουν αυτούς τους βρωμομετανάστες; Αυτά τα μιάσματα που ποιος ξέρει τι αρρώστιες κουβαλούν επάνω τους; Λέγαμε το καλοκαίρι να πεταχτούμε μέχρι την Σύμη που έχουμε ένα εξοχικό, αλλά με όσα συμβαίνουν δεν είναι εικόνες αυτές για μικρά παιδιά! Τελικά θα πάμε Cap Ferrat!”
Την ακούω να μιλάει και σκέφτομαι πως λίγο μόνο “απωθημένο” είναι αρκετό για να σε κάνει σύμμαχο της απόλυτης βλακείας. Ότι η χειρότερη ράτσα γυναικών είναι εκείνη που έπεσε μέσα στα πλούτη χωρίς την απαραίτητη παιδεία που διαθέτουν οι αληθινά πλούσιοι άνθρωποι. Ότι οι πλούσιες σε συναίσθημα γυναίκες βρίσκονται δίπλα στα παιδιά όλου του κόσμου και μοιράζονται το ίδιο φαγητό με τις “δούλες” τους. Ότι θα είχε πλάκα, σε τούτο εδώ το τραπέζι, να έκανα μια μικρή αναδρομή στα παιδικά μας χρόνια. Δεν το κάνω. Όχι από μεγαλοψυχία αλλά από αγνή, καθαρή, ανόθευτη λύπηση. Σηκώνομαι από το τραπέζι, κουτσαίνοντας σχεδόν από τις κλωτσιές, και αποχωρώ προφασιζόμενη μία ξεχασμένη υποχρέωση.
Το ίδιο βράδυ το χέρι μου με “τρώει”. Αρπάζω το κινητό και της στέλνω μήνυμα, κλεμμένα λόγια του Λουί Αραγκόν: «Δεν υπήρξα πάντοτε ο άνθρωπος που είμαι. Ολόκληρη τη ζωή μου μάθαινα για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω ξεχάσει τον άνθρωπο που υπήρξα, ή, για να μιλήσω ακριβέστερα, τους ανθρώπους που υπήρξα. Κι αν ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους και σε μένα υπάρχει αντίφαση, αν νομίζω πως αλλάζοντας έχω μάθει, έχω προοδεύσει, όταν γυρίζω και κοιτάω εκείνους εκεί τους ανθρώπους, δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτούς, δεν μπορώ να πω «εγώ» χωρίς αυτούς…”
Αν καταφέρεις να κατανοήσεις έστω και τα μισά από τα παραπάνω λόγια, ο κόσμος μας θα γίνει πολύ καλύτερος, Καλό σου βράδυ Φιλίτσα που έγινες Φένη…”.
Πηγή: themamagers.gr