Της Ρομίνας Ξύδα
Απόγευμα στο πατρικό. Με τη μεγάλη πέτρινη σκάλα, τον καταπράσινο κήπο, τη μυρωδιά λεβάντας και τα ατέλειωτα φωτογραφικά ενσταντανέ να με κοιτούν χαμογελαστά μέσα από κορνίζες «γυαλισμένες» με άπλετη υπομονή. Δικής μου και της μαμάς. Χαμόγελα στημένα, περίτεχνα «αποτυπωμένα» σε πόζες προσποιητής ευτυχίας.
Εγώ, στα οκτώ μου. Με ροζουλί κορμάκι, παγιεταρισμένες πουέντ και κατάλευκο φιόγκο στη σινιόν κουάφ μου, έτοιμη να βγω στη σκηνή του θεάτρου «Αλίκη» μαζί μ” ένα τσούρμο οκτάχρονες μπαλαρίνες για τις επιδείξεις της διάσημης σχολής μου. Δεν έχω μνήμες. Έχω συναισθήματα. Καταπίεσης, οργής, λύπης, ανημποριάς. Δεν θέλω να είμαι μπαλαρίνα, θέλει όμως η μαμά και θα χορέψω! Βγαίνω στη σκηνή. Η Λίμνη των κύκνων ξεκινά κι εγώ εκείνη κιόλας τη στιγμή αποφασίζω να υποδυθώ το «ασχημόπαπο». Αντί να πετάξω ανάλαφρα στον αέρα, στρογγυλοκάθομαι στη σκηνή με τα χέρια σταυρωμένα φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας τα παχουλά μου μάγουλα μπροστά στους δεκάδες θεατές που με κοιτούν με χαμόγελο αμηχανίας στα χείλη. Η πρώτη μου επανάσταση στέφεται με απόλυτη επιτυχία. Η madame της σχολής με πετάει έξω για το ρεζιλίκι που της προκάλεσα, η μαμά στοιβάζει με πόνο καρδιάς κορμάκια και πουέντ κι εγώ απαλλάσσομαι από το πρώτο μου μεγάλο βάσανο: το μπαλέτο.
Το δεύτερο «φιγουράρει» στη διπλανή ακριβώς κορνίζα. Είναι μαύρο, με μεγάλη ουρά, καλογυαλισμένα πλήκτρα και μια δασκάλα που ωρύεται για το φτωχό μου «αυτί», τα μακριά μου νύχια και την απέχθειά μου στον λατρεμένο της Μπαχ: «Μαμά, δεν θέλω να μάθω πιάνο. Δεν μου αρέσει». «Θα μάθεις! Άλλα παιδιά παρακαλάνε να έχουν ένα πιάνο! Θα μάθεις, κι αν δεν το θέλεις πούλησέ το όταν γίνεις 18!» Το πουλάω. Ακριβώς την ημέρα που κλείνω τα 18 μου χρόνια, βάζω αγγελία στην εφημερίδα και το πουλάω για μια χούφτα χιλιάρικα. Η μαμά επιστρέφει σπίτι, βάζει φωνές και κλάματα, αλλά είναι ήδη αργά. Η δεύτερη επανάσταση έχει ήδη συντελεστεί.
Υπήρξαν κι άλλες επαναστάσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας μου, άλλοτε μικρής κι άλλοτε μεγαλύτερης έντασης. Άλλοτε με λάβαρα κι άλλοτε μουλωχτές. Άλλοτε ακίνδυνες κι άλλοτε τόσο παράτολμες που θα μπορούσαν να μου έχουν κοστίσει την ίδια μου τη ζωή. Εγώ, στα 16 μου, να πηδάω από ταράτσες και μπαλκόνια για να βρεθώ στο «απαγορευμένο πάρτι», επειδή κατά τα λεγόμενα του μπαμπά «δεν ξέρω τι οικογένειες έχουν μεγαλώσει τα παιδιά που θα πάνε σ’ αυτό το σπίτι». Εγώ στα 15 μου να ντεκαπάρω το μαλλί και δύο ώρες αργότερα να το περνάω με μαύρο κορακί επειδή κατά τα λεγόμενα της μαμάς «τα μαλλιά σου δεν θα τα βάψεις ποτέ». Εγώ στα 17 μου να ακροβατώ σε μηχανές που σκίζουν στα δύο την παραλιακή, επειδή κατά τα λεγόμενα των γονιών μου «μόνο οι αλήτες καβαλάνε μηχανές». Εγώ να μη διαβάζω, εγώ να μη συγκεντρώνομαι, εγώ να μη συνεννοούμαι, εγώ να μη συνυπάρχω, εγώ να μην υπάρχω. Εγώ, το δυνατό, το ήσυχο, το υπάκουο, το άψογο παιδί είχα μετατραπεί σε μία χίμαιρα αντιδράσεων απέναντι στους πάντες και στα πάντα. Η πίεση της τελειότητας που είχα υποστεί στα πρώτα χρόνια της ζωής, μου επέβαλλε τώρα αποσυμπίεση και φρέσκο αέρα απέναντι σε όσα ήθελα πραγματικά να κάνω, αλλά δεν ήταν οικογενειακώς αρεστά ή κοινωνικώς επιτρεπτά. Και τα έκανα. Ετεροχρονισμένα μεν, αλλά τα έκανα πληρώνοντας λανθασμένα –τόσο εγώ όσο και οι δικοί μου– το κόστος μιας εκρηκτικής εφηβείας που γεννά σχεδόν πάντα η παράλογη πίεση που θέλει τα παιδιά τεφροδόχους των καμένων γονεϊκών ονείρων.
Η σοφή δασκάλα των παιδιών μου, η καλή μας κυρία Καίτη, υποστηρίζει ότι υπάρχει μια πρώτη εφηβεία που τελείται περίπου στο πέμπτο έτος του παιδιού. Λέει ακόμη ότι αν την περίοδο εκείνη δεν σταθούμε δίπλα στο παιδί μας για να το ακούσουμε, να το εμπιστευτούμε και να το συναισθανθούμε, αν σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της ζωής του ξεκινήσουμε να το φορτώνουμε με τα δικά μας «θέλω», τις δικές μας προσδοκίες και τα δικά μας όνειρα, το παιδί μας θα περάσει μία δύσκολη, ενδεχομένως και άγρια εφηβεία. Υποστηρίζει σοφά πως οι γονείς πρέπει να έχουν αντίληψη του κόσμου του παιδιού τους για να μπορέσουν αμφότεροι να ζήσουν ευτυχισμένοι και ότι οφείλουν ν’ αφήσουν τα παιδιά ξεγυμνωμένα από κάθε έννοια «ιδιοκτησίας», από κάθε απόπειρα εξουσίας και, προπάντων, από κάθε μισοτελειωμένο απωθημένο. Ναι. Ήθελα ο πεντάχρονος γιος μου να κολυμπάει σαν ψάρι και αποπειράθηκα πολλές φορές να τον γράψω σε κάποιο κολυμβητήριο. Δεν θέλει όμως εκείνος και είμαι υποχρεωμένη να το σεβαστώ αν δεν θέλω να τον δω αύριο μεθαύριο να «πνίγεται» σε μία κουταλιά νερό. Ναι. Ήθελα η τετράχρονη κόρη μου να κάνει μαθήματα χορού, όπως άλλα κοριτσάκια της ηλικίας της και να την καμαρώνω όπως οι υπόλοιπες χαζομαμάδες. Δεν θέλει όμως εκείνη. Και είμαι υποχρεωμένη να το δεχτώ αν δεν θέλω να τη δω αύριο μεθαύριο να στρογγυλοκάθεται με τα νεύρα τσιτωμένα και τα μάγουλα φουσκωμένα στη σκηνή κάποιου θεάτρου. Ναι. Θέλω τα παιδιά μου να μιλάνε άπταιστα τρεις γλώσσες, να γνωρίζουν καλά κάποιο μουσικό όργανο, να λατρεύουν το θέατρο, να είναι άριστα στο σχολείο, να σπουδάσουν Νομική ή Ιατρική, να… να… να… Ακόμη περισσότερο όμως θέλω να νιώθουν ελεύθερα και να μην εθιστούν ποτέ σε ξένους ρόλους ακόμη κι αν οι τελευταίοι αποτελούν το μεγάλο όνειρο ή τον διακαή πόθο της δικής τους μαμάς…
Πηγή: talcmag.gr