Της Νίκης Λυμπεράκη
Διαβάζοντας για έναν κύκλο σεμιναρίων στα Γιαννιτσά που απευθύνεται σε γιαγιάδες, ήρθα ξαφνικά αντιμέτωπη με μια συνειδητοποίηση, που, όσοι είστε πάνω από 20 φαντάζομαι και κατάγεστε από χωριό, μπορεί να συμφωνήσετε πως είναι πράγματι εντυπωσιακή: Greek yiayia, με την καρτ-ποσταλική έννοια του όρου, σιγά σιγά γιοκ.
Η σημερινή και αυριανή γιαγιά στην Ελλάδα δεν φοράει μαντίλι στο κεφάλι, παραδοσιακή στολή, ούτε μαύρα για τον αδελφό ή τον άνδρα που έχασε πριν από είκοσι χρόνια. Σπανίως έχει άσπρα μαλλιά και χέρια ροζιασμένα απ’ τα χωράφια ή τις ατέλειωτες ώρες με το βελονάκι ανά χείρας. Περνά μάλλον λιγότερη ώρα μπροστά στο εικονοστάσι κάθε πρωί και βράδυ, δεν βάζει σταυρό για υπογραφή, δεν πλένει σε σκάφη και δεν επιμένει σ’ αυτό το «φάε καμάρι μου» που έκανε χιλιάδες παιδιά της γενιάς μου να παίρνουν κάθε Αύγουστο καμιά δεκαριά κιλά εκτοξεύοντας σε πρωτόγνωρα ύψη τον δείκτη παιδικής παχυσαρκίας της χώρας (αν και γι’ αυτό το τελευταίο δεν παίρνω κι όρκο…).
Η σημερινή γιαγιά στην Ελλάδα είναι μια γυναίκα μάλλον μοντέρνα και περιποιημένη, έχει τελειώσει το σχολείο ή έχει σπουδάσει και κουβαλά στην πλάτη της χρόνια δουλειάς σε μαγαζιά, επιχειρήσεις ή στο Δημόσιο. Οδηγεί, βγαίνει ή πάει εκδρομές με τις φίλες της, πολύ πιθανόν μάλιστα να διατηρεί και το δικό της προφίλ στο Facebook (με φωτογραφίες από ψεύτικα λουλούδια, αγίους, καραβάκια, κεφαλαία και δεκάδες θαυμαστικά στο τέλος κάθε ανάρτησης κάποιες φορές, αλλά εντάξει… αυτό είναι μια άλλη συζήτηση).
Στη σκέψη πως σε δέκα-είκοσι χρόνια από τώρα, αυτές τις καλοσυνάτες γιαγιούλες με την καμπούρα απ’ τον φόβο του Θεού και το κουβάλημα μιας ζωής θα τις βλέπω μόνο στα stand με τα τουριστικά, νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι
Δεν λέω πως είναι κακό. Το αντίθετο! Θα πει κανείς πως σηματοδοτεί μια σημαντική πρόοδο στον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει τις γυναίκες κι οι ίδιες τον εαυτό τους, αλλά και μια μακρά περίοδο ιστορικής ομαλότητας, εκσυγχρονισμού και ευημερίας στη χώρα. Ταυτόχρονα όμως, μου φαίνεται, χωρίς να έχω άλλο στοιχείο από την παρατήρηση, πως σιγά σιγά ένας συγκεκριμένος ανθρωπότυπος, εξαιρετικά κοινός άλλοτε στα χωριά και τα νησιά της Ελλάδας, χάνεται.
Οσοι είχαμε την τύχη να περνάμε το Πάσχα και πολύ περισσότερο τα καλοκαίρια μας χωρίς γονείς στο χωριό, έχουμε μια εικόνα περίπου βγαλμένη από αυτές τις τουριστικές καρτ ποστάλ, με τον παππού χαμογελαστό, χωρίς δόντια και με τραγιάσκα να σέρνει το γαϊδουράκι και τη γιαγιά με τα χωριάτικα ρούχα, το κότολο όπως λέμε στη Λευκάδα, καβάλα πλαγιαστή (αλήθεια, ξέρει κανείς πώς λέγεται αυτό;) να βιάζεται να φτάσει σπίτι για να μαγειρέψει μεσημέρι-βράδυ στη φωτιά ή το πετρογκάζ για έναν ολόκληρο λόχο, παιδιά, εγγόνια, ανίψια, γαμπρούς και μπατζανάκηδες.
Μαζί μ’ εκείνη τη γιαγιά βλέπω να αποχαιρετάμε και ένα σωρό άλλα πράγματα, όπως ας πούμε το ζυμωτό ψωμί, που ξαγρυπνούσε να φτιάξει και να ψήσει στον ξυλόφουρνο του σπιτιού, τα εργόχειρα (ναι ναι, εκείνα τα σεμεδάκια που κοροϊδεύουμε πια, όταν θυμόμαστε πώς κάλυπταν σημαντικό μέρος της τηλεοπτικής οθόνης) κι ένα βουνό από έθιμα, που στη δική μου μνήμη συνδέονται άρρηκτα τα περισσότερα με την εκκλησία. Για να μην μιλήσω για το ξεμάτιασμα και με πάρετε με τις πέτρες.
Κι ενώ χαίρομαι στ’ αλήθεια που ο κόσμος προχωράει κι εμείς μαζί του, στη σκέψη πως σε δέκα-είκοσι χρόνια από τώρα, αυτές τις καλοσυνάτες γιαγιούλες με την καμπούρα απ’ τον φόβο του Θεού και το κουβάλημα μιας ζωής θα τις βλέπω μόνο στα stand με τα τουριστικά, νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι. Μαζί κι έναν φόβο μήπως τις αφήσαμε να φύγουν χωρίς ποτέ να τους πούμε πόσα πολλά τους χρωστάει η σημερινή Ελλάδα.
Πηγή: protagon.gr