Της Γιώτας Στεφάνου
Μπορεί να φταίει ο ρυθμός που δίνει το ταμπούρο, μπορεί να φταίει ο ήχος του κλαρινέτου, που έχει κάτι το θλιμμένο και το επαναστατικό ταυτόχρονα. Μπορεί να φταίνε οι μελωδίες, παιγμένες δυνατά, με τη μπότα και τα τύμπανα που δίνουν αυτόν τον κοφτό παλμό. Κάτι φουσκώνει μέσα μου, μία διάθεση να πράξω «μεγάλα έργα», να τιμήσω την εθνική μου ταυτότητα, να δείξω ανδρεία και γενναιότητα.Τα εμβατήρια με πάνε πίσω, σε αναμνήσεις σχολικές, τότε ακόμη που η παρέλαση ήταν ένα γεγονός. Θυμάμαι τις πρόβες στο προαύλιο, τη φωνή του γυμναστή: « Ένα στο δεξί…, πιο ίσια την πλάτη…, πιο λεβέντικα, πιο δυναμικά..», τις προετοιμασίες για τη σχολική γιορτή, το ποίημα που μάθαινα για μέρες, ώστε να το απαγγείλω παραστατικά αλλά- προσοχή!- χωρίς στόμφο. Υπήρχε μία ιεροτελεστία στις ετοιμασίες που άρχιζε μέρες πριν. Η επιλογή της στολής, οι πρόβες για το θεατρικό που συνήθως ανεβάζαμε στη γιορτή, οι πρόβες για την παρέλαση, η γλυκιά αναμπουμπούλα των ετοιμασιών, το μάθημα της ιστορίας που προσαρμοζόταν έτσι ώστε να συμπίπτει με την εθνική εορτή. Όλα μας προετοίμαζαν, βήμα- βήμα, για να νιώσουμε αυτό που ονομάζουμε εθνική ταυτότητα.
Αλλά και στο σπίτι επικρατούσε ανάλογο κλίμα. Η μητέρα μου ετοίμαζε τη στολή, σιδέρωνε την μπλε πλισέ φούστα, άσπριζε τα γάντια, άκουγε το χιλιοειπωμένο ποίημα και, τις παραμονές, τραβούσε την κουρτίνα στο παράθυρο της κουζίνας και κοιτούσε τον ουρανό’ ακόμη κι αν έβρεχε καρεκλοπόδαρα, εκείνη έλεγε: « Αύριο θα έχει καταπληκτικό καιρό…» και βερνίκωνε ξανά και ξανά τα μοκασίνια. Πάντα την προηγούμενη της παρέλασης ετοίμαζε γλυκό, έβγαζε και σιδέρωνε τη σημαία, την κρεμούσε στο μπαλκόνι. Και είχαν οι κινήσεις της κάτι το τρομερά εξασκημένο, μία βιάση, μία επιμέλεια, σαν να της είχε δοθεί κι εκείνης ένας ρόλος στην εθνική γιορτή και να όφειλε να τον υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο. « Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;» τη ρωτούσα. « Έτσι τα βρήκαμε και έτσι θα τα παραδώσουμε…» απαντούσε.
Μετά τελείωσα το σχολείο και άρχισε η εποχή της αμφισβήτησης. Οι παρελάσεις μου φαινόταν γραφικές και οι εθνικές γιορτές απλώς η ευκαιρία για αργία, για ένα διάλειμμα στις σπουδές ή στη δουλειά. Χάζευα καμία φορά τις παρελάσεις στην τηλεόραση μόνο και μόνο για να σχολιάσω τις κοντές φούστες των μαθητριών ή το ακατάλληλο ντύσιμο των γυμναστριών που τις συνόδευαν ή διάφορα τέτοια ευτράπελα.
Αλλά τα χρόνια πέρασαν και έγινα μαμά. Και – ω του θαύματος!- οι παρελάσεις έπαψαν να μου φαίνονται γραφικές. Άρχισαν να μου φαίνονται συγκινητικές. Θυμάμαι την πρώτη φορά που έκανε η κόρη μου παρέλαση στο προαύλιο του νηπιαγωγείου, κρατώντας μία μικροσκοπική πλαστική σημαιούλα, φορώντας πάνω από την άσπρη – μπλε στολή το ογκώδες μπουφάν της γιατί έβρεχε, και με τη μισή της φούστα πιασμένη στο λάστιχο του άσπρου καλσόν της. Ήθελα να ουρλιάξω από στοργή και υπερηφάνεια. Πού είχε πάει εκείνος ο εαυτός μου που έβλεπε μόνο τη γραφικότητα σε όλα αυτά;
Κατά περίεργο τρόπο, άρχισα να επαναλαμβάνω το «εθιμοτυπικό» της μητέρας μου τις παραμονές των εθνικών εορτών.
Ετοιμάζω πάντα γλυκό- συνήθως σιμιγδαλένιο χαλβά, όπως εκείνη-, κάνω επιμελές σιδέρωμα των στολών, κρεμάω τη σημαία στη βεράντα και λέω την ίδια ατάκα: « Αύριο θα έχει καταπληκτικό καιρό», ακόμη κι αν βρέχει κατακλυσμιαία. Τα προεόρτια ολοκληρώνονται με ταινίες στην τηλεόραση ( «Υπολοχαγός Νατάσα» και « Κονσέρτο για πολυβόλα», τι άλλο;) ενώ τσακίζουμε το γλυκό. Πριν κοιμηθούν τα παιδιά, τους διηγούμαι ιστορίες από το Αλβανικό Μέτωπο, που τις θυμάμαι κατευθείαν από το στόμα του παππού μου, που πολέμησε στον πόλεμο του ’40.
Ποιος ξέρει τι εγγραφές γίνανε στα παιδικά μου χρόνια και, πλέον, στις παρελάσεις κλαίω. Ίσως γιατί θυμάμαι τα δικά μου νιάτα, την καρδιά μου που πετάριζε από το άγχος να μην χάσω τα βήματα, και μετά, όταν το βήμα έστρωνε, την καρδιά μου που πετάριζε από την αγωνία να ανταποκριθώ στις προσδοκίες των γονιών μου, των δασκάλων μου, της ίδιας της πατρίδας. Τότε που η έννοια πατρίδα, είχε μία αγνή και ταυτόχρονα μεγαλειώδη έννοια, που δεν είχε ακόμη χρησιμοποιηθεί σε εθνικιστικά παραληρήματα.
Οπότε, πλέον, στις παρελάσεις κλαίω. Και το ευχαριστιέμαι…
Κλαίω μόλις βλέπω το λυκόπουλο που του πέφτει πιο λοξά ο μπερές και μπερδεύει τα βήματά του, κλαίω μόλις ακούω την μπότα να δίνει τον ρυθμό, κλαίω μόλις δω το παιδί της γειτόνισσας με τη φουντωμένη ακμή να περπατά ρυθμικά και αμήχανα, μετρώντας με τα χείλη του τα βήματα. Κλαίω με τις σημαίες των σημαιοφόρων, με τον κόπο που έχουν επενδύσει για να κρατήσουν αυτή τη σημαία. Κλαίω με το χέρι που υψώνεται για να στρέψει το κεφάλι όλο το σώμα της παρέλασης προς τα δεξιά. Μου αρέσει που βλέπω όλα τα παιδιά μαζεμένα, τόσα νιάτα μαζί, όλα όμορφα με τον τρόπο τους, όλα χαριτωμένα. Κλαίω που ακούω την στομφώδη φωνή να λέει: «Χειροκροτήστε τα παιδιά της Ελλάδας» και εγώ υπακούω και τα χειροκροτώ μέχρι που ασπρίζουν οι παλάμες μου. Και όταν τελειώνει η παρέλαση, υπόσχομαι στον εαυτό μου πως θα αλλάξω, πως θα βελτιωθώ, πως θα πάψω να σκέφτομαι μίζερα, πως θα πετάξω τα κακορίζικα, γκρινιάρικα στοιχεία μου, πως θα προσπαθήσω να ανταποκριθώ στην εθνική κληρονομιά μας, ανατρέφοντας τα παιδιά μου με τις αληθινές αξίες, έτσι ώστε να γίνουν «ωραίοι ως Έλληνες».
Έτσι τα βρήκα, έτσι θα τα παραδώσω, σκέφτομαι, την ώρα που βγάζω τη σημαία στη βεράντα.
Πηγή: themamagers.gr