Όλα τα παιδιά, ειδικά τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, τείνουν συχνά να μην μπορούν να ελέγξουν τις ορμές τους ή να περιορίσουν την κινητικότητά τους. Εν μέρει, αυτό θεωρείται δικαιολογημένο. Ωστόσο, εάν η έντονη ενεργητικότητα και «απροσεξία» συνεχίσουν να υφίστανται και σε μετέπειτα εξελικτικά στάδια, δημιουργώντας δυσκολίες σε διάφορους τομείς της ζωής του παιδιού, είναι πολύ πιθανό η διάγνωση να είναι ΔΕΠΥ. H αιτιολογία της διαταραχής αυτής μπορεί να είναι βιολογική, ψυχολογική ή κοινωνική, ενώ τα βασικά συμπτώματά της είναι τρία: η υπερδραστηριότητα, η απροσεξία και η παρορμητικότητα.
Αναφορικά με την υπερδραστηριότητα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως είναι κάτι το αναμενόμενο στις μικρές ηλικίες. Ωστόσο, ως «υπερκινητικά» χαρακτηρίζονται τα παιδιά που σηκώνονται συνεχώς από τη θέση τους τόσο στο σπίτι, όσο και στο σχολείο, που τρέχουν εδώ κι εκεί ή σκαρφαλώνουν συνεχώς σε αντικείμενα σε ακατάλληλες στιγμές, που δυσκολεύονται να παίξουν με ηρεμία και κουνούν νευρικά τα χέρια και τα πόδια τους.
Η απροσεξία μπορεί να οφείλεται σε διάφορες αιτίες, όπως πλήξη, ονειροπόληση, δυσκολία έργου. Όμως, στα παιδιά με ΔΕΠΥ η έλλειψη προσοχής χαρακτηρίζει ποικίλες πτυχές της καθημερινότητάς τους και έχει να κάνει με αντιδράσεις όπως η αδυναμία συγκέντρωσης σε λεπτομέρειες και η απροσεξία στις εργασίες του σχολείου, η αδιαφορία για τις οδηγίες που τους δίνονται σχετικά με καθημερινές ή σχολικές εργασίες, η δυσκολία να οργανώσουν τη δουλειά και τις δραστηριότητές τους. Επιπρόσθετα, τα παιδιά με ΔΕΠΥ τείνουν να ξεχνούν τις καθημερινές υποχρεώσεις τους, να χάνουν πράγματα αναγκαία για την υλοποίηση των εργασιών τους και να αποφεύγουν καθήκοντα που απαιτούν έντονη πνευματική προσπάθεια.
Η παρορμητικότητα αναφέρεται στη δυσκολία του παιδιού να περιμένει τη σειρά του, στο να διακόπτει ή να γίνεται ενοχλητικό στους άλλους, καθώς και στην τάση του να «πετάγεται» δίνοντας απαντήσεις πριν την ολοκλήρωση μιας ερώτησης.
Το ποσοστό των παιδιών που φαίνεται ότι έχουν ΔΕΠΥ είναι 3 – 5% περίπου του γενικού πληθυσμού, 80% εκ των οποίων είναι αγόρια. Σύμφωνα με έρευνες το 50 – 70% των παιδιών που διαγνώστηκαν με ΔΕΠΥ εξακολουθούν να εμφανίζουν προβλήματα και στην εφηβεία. Επομένως, κρίνεται απαραίτητη η άμεση παρέμβαση, που μάλιστα θα είναι αποκλειστικά σχεδιασμένη για το εκάστοτε παιδί και θα δίνει έμφαση στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησής του.
Ελπίδα Μ. Παναγιωτουνάκου
Msc Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Πηγή: www.childit.gr