«Χρόνια Πολλά, πρόωρο και παντοτινό μωρό μου…»

prooromoromou

Της Ελίζας Μπενβενίστε,

Τον Ντέιβιντ τον περιμέναμε γύρω στις 15 Αυγούστου του 2006. Ωστόσο, στις 3 Ιουλίου γύρω στις 2 πριν τα ξημερώματα και αφού είχε προηγηθεί ένα τρομερό μπουρίνι που μας είχε καθηλώσει για 4,5 ώρες στο δρόμο της επιστροφής από την Ερέτρια, με το που φτάσαμε σπίτι έσπασαν τα νερά μου.

Κοιταζόμασταν αμήχανοι με τον Νίκο γιατί -άμαθοι καθώς ήμασταν σ” αυτές τις καταστάσεις- ντρεπόμασταν να «ενοχλήσουμε το γιατρό τέτοια ώρα». Ευτυχώς, υπερίσχυσε το αίσθημα αυτοσυντήρησης και στο τηλεφώνημα που ακολούθησε, η εντολή του γιατρού δεν μπορούσε να είναι πιο σαφής και επιτακτική: «Πηγαίνετε στο Λητώ τώρα!».

Στο μαιευτήριο με συνέδεσαν με διάφορα μηχανήματα και μου έκαναν μια ένεση κορτιζόνης (για τους πνεύμονες του μωρού) που, όπως κρυφάκουσα μετά, δεν θα προσέφερε τίποτα γιατί ήταν ήδη αργά. Είχα τόσο στρες, που πόνο δεν καταλάβαινα παρ” όλο που το ειδικό μηχάνημα έδειχνε ότι είχα συσπάσεις τοκετού. Ήταν η στιγμή που ήθελα τη μαμά μου περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, αλλά ήταν αποκλεισμένη λόγω καιρού στη Θεσσαλονίκη και δεν μπορούσε να βρει πτήση για να έρθει. Νομίζω ότι εκείνη την ημέρα έμαθε και η τελευταία πέτρα του αεροδρομίου «Μακεδονία» ότι γεννάω.

Εμένα εν τω μεταξύ, με είχε πιάσει απελπισία και επαναλάμβανα πολύ ήρεμα το εξής παράλογο: «Εγώ δεν θα γεννήσω σήμερα, ξεχάστε το». Ο γιατρός μου προσπαθούσε να με εμψυχώσει, ενώ παράλληλα είχε να αντιμετωπίσει τις επίμονες ερωτήσεις του Νίκου σχετικά με τα ποσοστά θνησιμότητας από προωρότητα. Θρήσκοι δεν είμαστε, αλλά όσες εβραϊκές προσευχές θυμόμουν από το δημοτικό τις έλεγα από μέσα μου, ενώ ο Νίκος στα λίγα πράγματα που πρόλαβε να μου φέρει από το σπίτι, ήταν και ένα διακοσμητικό Χέρι του Θεού που αγαπούσα πολύ.

Μέσα στο χειρουργείο, νοερά παρακαλούσα τον μπαμπά μου από “κει που βρίσκεται να προστατέψει το μωράκι μου. Είχα την αίσθηση ότι όλη η διαδικασία κράτησε ώρες. Γυρνώντας το βλέμμα στο πλάι, συνειδητοποίησα ότι όλη η εγχείριση καθρεπτιζόταν στα γυαλιστερά πλακάκια του χειρουργείου. Ήθελα να μην κοιτάω, αλλά κοιτούσα. Το μόνο που με ένοιαζε πια ήταν το μωρό να κλάψει αμέσως με το που θα γεννηθεί. Και έκλαψε. Και μου τον έφεραν για δύο δευτερόλεπτα να τον δω -«δες τον γιο σου!»- και τον πήραν αμέσως για την Εντατική. Ήταν Δευτέρα, 5.20 τα ξημερώματα της 3ης Ιουλίου.

Η προωρότητα είναι απαίσιο πράγμα. Περνάς μια σειρά αγωνίες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αγωνία να αναπνεύσει χωρίς υποστήριξη, αγωνία να βγάλει και το τελευταίο σωληνάκι. Αγωνία να αρχίσει να αρχίσει να πίνει γάλα από το στόμα. Αγωνία να πάρει βάρος. Αγωνία (μεγάλη) αν όλα λειτουργούν όπως πρέπει. Μόλις δύο φορές την ημέρα απολυμαίνεσαι, φοράς ποδιές και μάσκες, και περιμένεις μαζί με άλλους ανήσυχους γονείς να δεις το παιδί σου μέσα στη θερμοκοιτίδα για μισή ώρα. Αν το επιτρέπει η κατάστασή του, μπορείς να βάζεις τα χέρια σου στα ειδικά ανοίγματα και να το αγγίζεις για λίγο. Το βλέπεις ολομόναχο να κουλουριάζεται στα τοιχώματα, προσπαθώντας να κουρνιάσει κάπου και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Το βλέπεις να κλαίει και δεν μπορείς να το πάρεις αγκαλιά για να το παρηγορήσεις. Μόνο όταν το βγάλουν από τη θερμοκοιτίδα και το μεταφέρουν στο διπλανό θάλαμο, στα «πυρέξ», έχεις το προνόμιο να το πάρεις στην αγκαλιά σου. Χωρίς ποτέ βέβαια, να ξεχνάς ότι είναι ακόμη στην Εντατική. Και μέσα σε όλο αυτό το διάστημα ξενυχτάς, αν και εξαντλημένη-ος, με το φόβο μήπως γίνει κάτι και ξαναγυρίσει στη θερμοκοιτίδα ή ακόμη χειρότερα στην άλλη αίθουσα με τους ειδικούς αναπνευστήρες και τα άπειρα μηχανήματα. Και βέβαια, αυτό που δεν ξεπερνιέται ποτέ μα ποτέ, ό,τι και να σου λένε οι ειδικοί, είναι η ενοχή ότι εσύ, η μαμά, προκάλεσες με κάποιον τρόπο την προωρότητα.

Ο Ντέιβιντ γίνεται σήμερα 10 χρονών και το μόνο που του εύχομαι είναι τα γενέθλιά του να είναι πάντα χαρούμενα και χωρίς έγνοιες. Το ξέρω ότι πάει αντίστροφα, αλλά κάθε μέρα εγώ μαθαίνω κάτι καινούριο από εκείνον. Είναι το μοναδικό, το λατρεμένο μου παιδάκι και με κάνει υπερήφανη τα τελευταία 10 χρόνια.

 

   

Άφησε ένα σχόλιο

*