Της Μαρίας Σκαμπαρδώνη
«Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν σε άφησα. Καμμία ασθένεια δε θα με βγάλει από μέσα σου, μπορεί να με λύγισε σωματικά, αλλά δεν εμπόδισε την ψυχή μου να παραμείνει αγκαλιασμένη μαζί σου. Δεν έφυγα ποτέ, υπάρχω στις αναμνήσεις μας, υπάρχω στην ψυχή σου, όταν μιλάς για εμένα.
Ήσουν παιδάκι, δε σε πρόλαβα έφηβη. Πρόλαβα να σκουπίσω λίγο τα παίδικά σου ματάκια όταν σε τρόμαζε το σκοτάδι και ήθελες να κρυφτείς, να σε σκεπάσω με μία κουβέρτα όταν είχες πυρετό και έκαιγε το μέτωπό σου, πρόλαβα μόνο τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Θυμάμαι πως μέσα στην άγκαλιά μου χανόσουν, ξέχναγες τους φόβους σου, ένοιωθες άτρωτη. Έτρεχες σ’αυτή όταν ήθελες να κρυφτείς από τους δράκους των παραμυθιών, από τον κόσμο, από ό,τι γραντζούνιζε την ψυχή σου. Δεν ήμουν εκεί, στις εφήβικές σου ανησυχίες, στις εξετάσεις σου για το Πανεπιστήμιο, στα καρδιοχτύπια σου, στα άγχη σου, στο τρέξιμο για την πλέον τόσο σκληρή καθημερινότητα. Δεν προλάβαμε να κάνουμε μία προπόνηση στο αγαπημένο μας άθλημα, να πάμε για φαγητό στο αγαπημένο μας ταβερνάκι, να γελάσουμε για όλα τα όμορφα και τα άσχημα που μας φέρνει η ζωή.
Σε αγαπώ, το ξέρεις. Πάντα πιστεύω σε σένα, είχα νοιώσει από νωρίς πόσα αξίζεις και θα ήθελα να είμαι κοντά σου, να χαίρομαι για όλη αυτή την αγάπη που παίρνεις και δίνεις, να παρακολουθώ τα βήματά σου, να χαίρομαι για τις επιτυχίες σου, να σε στηρίζω στις αποτυχίες σου. Να είμαι υπερήφανος που η κόρη μου αγαπάει τον κόσμο που την περιβάλλει και προσπαθεί να βάλει ένα λιθαράκι για να τον κάνει καλύτερο. Είμαι περήφανος για την κόρη μου, δεν με ακούς, κλείσε τα μάτια σου και άκουσε τη φωνή μου που στο φωνάζει στην ψυχή σου. Μην αφήσεις κανέναν ποτέ να σε πληγώσει και να κάνει να πιστέψεις ότι αξίζεις λιγότερα από αυτά που αξίζεις. Δε σε έφερα στον κόσμο για να σε πληγώνουν και να πονάς, αλλά για να σε αγαπούν και να αγαπάς.
Όταν περπατάς στη θάλασσα, κάπου εκεί,φαίνεται η μορφή μου ακόμη που έχει αγκαλιά το μικρό του κοριτσάκι να πετάει χαλίκια στη θάλασσα, να τρέχει και να φωνάζει »θέλω να γίνω πουλί, να βγάλω φτερά και να πετάξω». Άνοιξε τα φτερά σου ψυχή μου, πέτα ψηλά, πολύ ψηλά, μόνο για εκεί αξίζεις. Πέτα ψηλά,άφησε την ψυχή σου να γεμίσει με χρώματα, όπως μία ζωγραφιά με κηρομπογιές. Πρόσεχε τον κόσμο,να προσέχεις καλή μου, είναι τόσο σκληρός..
Συγχώρεσέ με που δεν μπόρεσα να νικήσω εκείνη τα μάχη, συγχώρεσέ με που λύγισα, η ασθένειά μου ήταν πιο δυνατή, δεν άντεξα. Λυπάμαι που δε ζήσαμε όσα έπρεπε να ζήσουμε μαζί. Αν με ζητήσεις, θα είμαι κοντά σου. Αν με ψάξεις, θα είμαι δίπλα σου. Αν με σκέφτεσαι, θα είμαι μέσα σου. Ναι,είμαι εδώ, πάντα εδώ. Κλείσε τα μάτια σου, μόνο με την ψυχή σου μπορείς να με νοιώσεις. Ήμουν και θα είμαι πάντα εδώ!!!»