Αγχώδεις διαταραχές και φοβίες στην παιδική ηλικία

babyads.gr-agxos

Της Τζωρτζίνας Στασινοπούλου, δασκάλας ειδικής αγωγής

Το άγχος και οι αγχώδεις διαταραχές είναι από τις πιο συνηθισμένες διαταραχές που εμφανίζονται στην παιδική ηλικία και την εφηβεία. Τα άτομα που αντιδρούν αγχωτικά συνήθως έχουν την αίσθηση ότι δε μπορούν  να προβλέψουν και να ελέγξουν ένα δυνητικά αρνητικό γεγονός με αποτέλεσμα η ανησυχία να γίνεται πρόβλεψη  κάποιου τρομερού γεγονότος. Και καθώς τα συναισθήματα αδυναμίας ελέγχου και προβλεψιμότητας προκαλούν κλιμάκωση της ανησυχίας, η αγχώδης κατάσταση συνοδεύεται από συναισθηματικές, αλλά και σωματικές αντιδράσεις. Όμως αν και οι αντιδράσεις άγχους και ανησυχίας αποτελούν ενστικτωδώς ένα μέτρο προστασίας του ίδιου του οργανισμού απέναντι σε μια πραγματική απειλή, οι υπερβολικές και διάχυτες αγχώδεις αντιδράσεις μπορεί να καταλήξουν σε συμπεριφορές που παρεμποδίζουν την πορεία μιας ομαλής και φυσιολογικής ανάπτυξης. Κατά την ψυχοπαθολογία υπάρχουν εννέα αγχώδεις διαταραχές: ειδικές φοβίες, διαταραχή άγχους και αποχωρισμού, γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, κοινωνική φοβία, κρίση πανικού, οξεία διαταραχή στρες, διαταραχή μετατραυματικού στρες και αγχώδεις διαταραχές προκαλούμενες από ουσίες.  Από τις διαταραχές αυτές το άγχος αποχωρισμού φαίνεται να εμφανίζεται για πρώτη φορά αποκλειστικά στην παιδική ηλικία.

Η ιδιοσυγκρασία του ατόμου έχει συνδεθεί με την προδιάθεση ενός παιδιού να παρουσιάσει αγχώδη διαταραχή. Οι γονείς πολλές φορές αποκαλύπτουν ότι τα παιδιά με αγχώδεις διαταραχές έχουν ιστορικό δύσκολης ιδιοσυγκρασίας ως βρέφη όπως συχνά κλάματα, ιδιοτροπίες, ευερεθιστότητα  που δύσκολα κατευνάζονταν ή είχαν περισσότερες φοβίες ως νήπια ή εμφάνιζαν μεγαλύτερα προβλήματα προσαρμογής στις καθημερινές καταστάσεις από τους συνομηλίκους τους.

Τους κοινούς φόβους της παιδικής ηλικίας μπορεί να τους προβλέψει κανείς, όταν γνωρίζει τον τρόπο που σκέπτονται τα παιδιά στα διάφορα στάδια της ανάπτυξης. Ο φόβος, για παράδειγμα, για τους ξένους κορυφώνεται τον 7ο – 8ο μήνα της ηλικίας, την εποχή που το βρέφος αποκτά μεγαλύτερη επίγνωση του εαυτού ως διαφορετικής οντότητας. Οι φόβοι των νηπίων σχετίζονται με τις δραστηριότητες της τουαλέτας ή του τραυματισμού. Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας, που έχουν δυσκολίες να διακρίνουν το φανταστικό από το πραγματικό και έχουν την τάση να «δίνουν» ζωή σε άψυχα αντικείμενα, μπορούν εύκολα να χαρακτηρίσουν μία σκιά ως τρομακτικό τέρας και γενικά οι φόβοι τους, εκτός από τέρατα,  περιλαμβάνουν φανταστικά πλάσματα, φόβους για το σκοτάδι και φόβους για τα ζώα. Τα παιδιά πάλι της πρώτης σχολικής ηλικίας φοβούνται στοιχεία του περιβάλλοντος όπως αστραπές και κεραυνούς ενώ τα παιδιά μέσης σχολικής ηλικίας φοβούνται περισσότερο θέματα υγείας (π.χ. τον οδοντίατρο)  ή τα πρόσωπα εξουσίας ( π.χ. το διευθυντή του σχολείου). Οι εφηβικοί τέλος φόβοι εστιάζονται περισσότερο σε δραστηριότητες και εκδηλώσεις που μπορούν να τους δημιουργήσουν αμηχανία ή να τους  «εκθέσουν» (π.χ. μια δημόσια ομιλία) ή έχουν σχέση με παγκόσμια ζητήματα (π.χ. καταστροφικά γεγονότα). Γενικά οι φοβίες έχουν να κάνουν με το φόβο ως αντίδραση  σε μια επικείμενη και απειλητική κατάσταση ή αντικείμενο ενώ το άγχος σχετίζεται με μια πιο ρευστή και αόριστη ανησυχία.

 Είναι εξαιρετικά σημαντικό να μπορούν οι γονείς να διαισθανθούν την πιθανότητα μιας αγχώδους διαταραχής στο παιδί τους, ώστε να προστρέξουν στον ειδικό το συντομότερο δυνατό. Ωστόσο στρεσογόνοι παράγοντες πάντα θα υπάρχουν και πάντα τα παιδιά θα βιώσουν άγχος σε αρκετές περιπτώσεις στη ζωή τους. Ένα μικρό παιδί, για παράδειγμα, που πηγαίνει για πρώτη φορά σχολείο ίσως βιώσει συμπτώματα άγχους αποχωρισμού ή οι έφηβοι, που είναι πολύ ευαίσθητοι στην κριτική των συνομηλίκων τους, ίσως παρουσιάσουν συμπτώματα κοινωνικής φοβίας. Ωστόσο όταν αυτές οι αντιδράσεις πυροδοτούν συμπεριφορές αποφυγής (π.χ.  άρνηση για το σχολείο ή κοινωνική απομόνωση), που γίνονται ανεξέλεγκτες, εμποδίζουν τη φυσιολογική ανάπτυξη και δείχνουν ότι το άγχος  αποκτά κλινικά συμπτώματα και η συμπεριφορά γίνεται  διαταραγμένη και προβληματική, τότε  καλό είναι οι γονείς να απευθυνθούν στον ειδικό, ώστε να εφαρμοστούν έγκαιρα  και έγκυρα οι ενδεδειγμένες για την κάθε περίπτωση στρατηγικές παρέμβασης.
   

Άφησε ένα σχόλιο

*