Δεν θα ανεβάσω φωτογραφίες μη «προνομιούχων» μαμάδων, ούτε μεταφρασμένα άρθρα από το εξωτερικό, αν και στο δικό μου μυαλό τριγυρνάνε κορίτσια της Αφρικής που έχουν αρπαχθεί από τις μανάδες τους, ζευγάρια λεσβιών που έχασαν το παιδί που μεγάλωναν με συνέπεια και αγάπη από νομοθετικές παρεμβάσεις, μητέρες που έμειναν πίσω ανήμπορες, άψυχες γιατί το παιδί τους καταδικάστηκε από μια μη αναστρέψιμη ασθένεια.
“Ολες αυτές γιορτάζουν. “Ολες. Και όλες τις σκέφτομαι συγκινημένη, όπως και τις μαμάδες των διαφημίσεων και όλων αυτών των viral που με την πρώτη νότα βγαίνει χαρτομάντηλο, όπως και όλες αυτές που θα δω την Κυριακή να τριγυρνάνε με ένα λουλούδι στο ένα χέρι και ένα παιδί που τραγουδάει στο άλλο, γι’αυτή τη γιορτή θα γίνω όσο συναισθηματική πάει και θα βουρκώσω. Για όλες. Αχταρμάς; Μπορεί. Η ουσία παραμένει. Για όλες αυτές.
Θα μοιραστώ όμως πάλι μια ιστορία εντελώς αληθινή, μια ιστορία που έχω ζήσει χωρίς μεσάζοντες, για μία μαμά που δεν ήξερε και δεν ήθελε να δώσει αγάπη και ας της προσφερόταν τόσο απλόχερα, τόσο αληθινά. Τόσο άδολα, έτσι ακριβώς όπως κάνουν όλα τα παιδιά του κόσμου για τη μία και μοναδική που αποκαλούν «μαμά». No matter what.Πάμε.O Θ. γνώρισε την Ε. όταν εκείνη ήταν 20 και αυτός 37. Παντρεύτηκαν μετά από δύο χρόνια, κόντρα βέβαια στις αντιρρήσεις όλων για πολλούς και διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων επικρατέστερη η διαφορά ηλικίας και οι χαρακτήρες οι τόσο διαφορετικοί, με τις ευλογίες των πιο ρομαντικών ότι είναι ερωτευμένοι και αυτή η αγάπη όλα θα τα σβήσει, όλα θα τα προσπεράσει.
23 χρονών η Ε. έγινε μαμά. Γέννησε ένα γιο και πάνω που όλα φαινόντουσαν καλά, δουλειές άρχισαν να διαλύονται και οικονομικά προβλήματα να σφίγγουν την οικογένεια σαν πύθωνες, μη δίνοντάς τους πολλές επιλογές απ’το να μετακομίσουν με την μητέρα του Θ. σε ένα μικρότερο και πιο άβολο για αυτούς σπίτι.
Η Ε. ζορίστηκε. “Ηταν πολύ νέα, απ’ότι είπε αργότερα το παιδί «προέκυψε», δεν ήταν έτοιμη, και παρότι η γιαγιά προσπαθούσε να κρατήσει τα προσχήματα, η συγκατοίκηση έγινε αφόρητη. Ο Θ. έκανε δυο δουλειές και έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι, το ίδιο φρόντιζε να κάνει και εκείνη – χωρίς τον παράγοντα «δουλειά» όμως. Το μωρό έμενε στην καλή περίπτωση με τη γιαγιά του, στη χειρότερη να κλαίει μόνο του για καμια ώρα τουλάχιστον, απ’ότι έλεγαν οι γείτονες.
Ο Θ. έτρεχε να μαζέψει όσα κομμάτια μπορούσε, να μη στεναχωριέται η μάνα του, να μη γκρινιάζει η γυναίκα του, να μην σχολιάζει η γειτονιά, να μην κακοπερνάει ο γιος του. Κάποιες φορές τον έπαιρνε μαζί του στη δουλειά, σίγουρος ότι έτσι τον προστάτευε από την αδιαφορία και τις εκρήξεις της μαμάς του.
Τα χρόνια περνούσαν, από ότι φάνηκε στη συνέχεια δυστυχισμένα. Τα προβλήματα δεν λυνόντουσαν ποτέ, οι φωνές της μάνας και η βιαιοπραγία προς τον μικρό της γιο καθημερινές, η γιαγιά επιστράτευε όλη την ευρύτερη οικογένεια για να ξεφεύγει λίγο το παιδί, κάποια απογεύματα σε συγγενείς, κάποιες διακοπές στην Αθήνα, ο Θ. δεν μιλούσε, δούλευε σκληρά, πάλευε για τον γιο του και αντί να δει τον ξεκάθαρο μονόδρομο για να ζήσει μια πιο χαρούμενη ζωή με το παιδί του, βρήκε τη λύση στο ποτό.
Ταυτόχρονα η Ε. ξαναερωτεύτηκε έναν άλλον άνδρα, που ζούσε στο απέναντι εξίσου μίζερο οικογενειακό σπίτι και πηδούσε μπαλκόνια για να τον συναντήσει. Η γιαγιά έβρισκε καταφύγιο στις εκκλησίες, ο εγγονός της έγινε αντιδραστικός, νευρικός, μάταια έψαχνε απελπισμένα ενδιαφέρον στα μάτια της μάνας του – εκείνη ήταν αλλού προ πολλού.
Μετά από λίγα χρόνια, η γιαγιά πέθανε. Ο μικρός ήταν ακόμα μεγαλύτερο πρακτικό εμπόδιο για την Ε. και θολωμένη ένα βράδυ, σε ένα 9χρονο αγόρι, έδωσε υπνωτικά χάπια για να μπορέσει ελεύθερη να συναντήσει τον εραστή της. Κανείς δεν ξέρει αν ήταν η πρώτη φορά, αν έγινε πολλές άλλες ακόμα, ή τί άλλες ανεπίτρεπτες μεθόδους χρησιμοποιούσε σαν βήματα προς την απελευθέρωση, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν το απαίδευτο μυαλό της. “Ένα χρόνο μετά βγήκε το διαζύγιο και έχασε την επιμέλεια του παιδιού της.
Δε γύρισε ποτέ να κοιτάξει πίσω, ένα 10χρονο παιδί με έναν πατέρα σε δυο δουλειές που βασιζόταν σε τρίτους για να πάρουν το παιδί από το σχολείο, να το ταΐσουν και πολλές φορές να το βάλουν και για ύπνο το βράδυ περιμένοντας με τα δικά τους παιδιά αγκαλιά αποκοιμισμένα στον καναπέ τον Θ. να γυρίσει σπίτι. Υπέροχοι άνθρωποι, μοναδικοί, μοίραζαν τις ζωές τους για να βοηθάνε.
Η Ε. παντρεύτηκε τον απέναντι, που διέγραψε αντίστοιχα και εκείνος την οικογένειά του και πήγαν να ζήσουν στην ίδια πόλη μεν, μακριά από τη γειτονιά όπου περιφέρονταν σαν καταραμένοι δε. “Εκαναν και ένα αγοράκι και όσοι τους έβλεπαν περιέγραφαν μια άλλη γυναίκα. They were meant to be. Απλά κατέστρεψαν κόσμο στην πορεία.
Τα γεγονότα συνεχίστηκαν έτσι ακριβώς όπως ήταν αναμενόμενο. Ο Β., ο γιος της Ε. και του Θ., ξεκίνησε τους μπάφους στα 13, παράτησε το σχολείο στα 16 και έπεσε στην πρέζα στα 17, βλέποντας τη μητέρα του όποτε τον καλούσε εκείνη, 2-3 φορές το χρόνο. “Οσο ήταν πιο μικρός καθόταν πλάι στο τηλέφωνο και περίμενε μέρες για να τον πάρει, γιατί έτσι του είχε υποσχεθεί απλά μετά το ξεχνούσε, έκοβε βόλτες στις πλατείες για να της πιάσει το χέρι και να τον αγκαλιάσει έστω και ψεύτικα μπροστά στους ξένους, όσο μεγάλωνε διατυμπάνιζε ότι δεν θέλει να την ξαναδει μπροστά του, ότι για αυτόν είναι μια άγνωστη που ποτέ δεν τον αγάπησε και ότι ο μόνος άνθρωπος που αξίζει τις θυσίες και τον σεβασμό του είναι ο μπαμπάς του. Βέβαια αυτό το τελευταίο γινόταν ταυτόχρονα με κλεψιές χρημάτων και καυγάδες, ο Β. δεν μπορούσε πλέον να κρίνει σωστά. Σε συναισθηματικές εξάρσεις έλεγε πως δεν τον νοιάζει ό,τι και να του συμβεί στη ζωή, αρκεί να μην πληγώνει τον πατέρα του. Ο Θ. πέθανε από έμφραγμα στα 59 του χρόνια, ή όπως έλεγαν όλοι τότε στην κηδεία και πόσο πολύ ταιριάζει ε, έσκασε. Από το ποτό και τη στεναχώρια.
Ο Β. ξεκίνησε την ξέφρενη κατηφορική διαδρομή, σαν πρώτη φορά σε scate στο San Francisco. Μόνος, χωρίς εφόδια και χωρίς οικογένεια, με τους συγγενείς να προσπαθούν μανιασμένα αλλά ασυντόνιστα, χωρίς απόλυτη παραδοχή της κατάστασης, χωρίς όλο τους το χρόνο, σαν υπόσχεση στον άνθρωπο τους ότι όχι, αυτό το παιδί δε θα χαθεί και όμως χανόταν όπως οι σταγόνες του νερού από τη χούφτα.
Με όλα αυτά κάτι έτριξε στην καρδιά της μάνας του και τον πήρε κοντά της. Τώρα μπορούσε, είχε χάσει και τον δεύτερο σύζυγό της από έμφραγμα, λίγα χρόνια πριν τον πρώτο. Τσακισμένη, πιο συνειδητοποιημένη, του ζήτησε να τη συγχωρέσει. Δεν την ένοιαζε έλεγε που καθάριζε σκάλες όλη μέρα, αρκεί που είχε τα δύο αγόρια κοντά της.
Εκρηκτικό το μείγμα με τον ναρκομανή γιο και την ανέχεια για τον αδελφό του. Ο Β. έφυγε από το σπίτι γιατί δεν ήθελε ο μικρότερος να ζει και να βλέπει τα χάλια του. Τότε μπήκε στη μέση μία θεία, που είχε κάνει προηγουμένως διάφορες απόπειρες σωτηρίας, μάζεψε λεφτά από φίλους και γνωστούς και έπεισε τον Β. να μπει σε ιδιωτικό κέντρο αποτοξίνωσης. Τον επισκεπτόταν συνέχεια, πήγαινε σε όλες τις συναντήσεις, έψαχνε να του βρει δουλειά για μετά. Η μάνα του μία την έπαιρνε και έκλαιγε, μία έβριζε τη ζωή και την τύχη της, την άλλη της έλεγε να μην ανακατεύεται, εκείνη έκλεινε τα αυτιά της και άκουγε μόνο τους θεραπευτές, έκοβε λεφτά από τα παιδιά της για να ζήσει ο Β. Για να γίνει καλά.
Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε, ο Β. είναι τώρα 27 χρονών, έχει καθαρίσει και έχει ξανακυλήσει άλλες δυο φορές, έχει πετάξει δουλειές και σχέσεις στα σκουπίδια με τρομακτική ευκολία, έχει πει ψέμματα, έχει κλέψει, έχει τρυπηθεί, έχει μετανιώσει, έχει κοιμηθεί στον τάφο του μπαμπά του, έχει νιώσει ευγνωμοσύνη, έχει συγχωρέσει τη μαμά του, την έχει καταραστεί, έχει δει τα χρόνια να περνάνε, δεν έχει καταλάβει ποτέ γιατί δεν έπρεπε να τα σπαταλήσει. Αλήθεια, γιατί;
Πριν λίγες εβδομάδες, μια νύχτα που έβρεχε καταρρακτωδώς και έφτιαχνες με το μυαλό ιστορίες για αγρίμια, χτύπησε το κουδούνι της θείας του και έβγαλε μόνο μια κραυγή.
«Πού είναι η μάνα μου ρε θεία; Θέλω τη μάνα μου ρε».
Εξαφανίστηκε τρέχοντας μες στη νύχτα και από τότε αγνοείται.
Αυτή η μάνα δεν γιορτάζει την Κυριακή.
“Η πείτε εσείς.