Του Ανδρέα Δημητριάδη
Θυμάστε τη δική μας παιδική ηλικία; Βγαίναμε έξω, παίζαμε στο δρόμο, σε παιδικές χαρές, εργοτάξια, βρωμιζόμασταν, παίζαμε με τα ζώα και χαιρόμασταν την κάθε στιγμή που περνούσε. Οι γονείς μας γυρνούσαν από τη δουλειά και διάβαζαν εφημερίδα, έβλεπαν τηλεόραση, έπιναν καφέ με τους γείτονες και το μόνο που μας έλεγαν ήταν να γυρίσουμε μόλις νυχτώσει. Ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα.
Με τα δικά μας παιδιά όμως συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Αρχικά, αργούμε να κάνουμε παιδιά. Ίσως κιόλας να αργούμε πιο πολύ από ότι θα έπρεπε. Τώρα δικαιολογείται εν μέρει αυτό, λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης. Πριν μερικά χρόνια όμως, η προτεραιότητά μας ήταν να κάνουμε πρώτα καριέρα και μάλιστα, όταν κάναμε παιδιά στα 40 μας, ισχυριζόμασταν ότι «δε το μετανιώσαμε, γιατί το κάναμε για την καριέρα» ή «θέλαμε πρώτα να μαζέψουμε λεφτά και μετά να κάνουμε οικογένεια». Δεν έχει σημασία βέβαια που πολλοί από εμάς ξέραμε ότι η υποτιθέμενη καριέρα μας δεν είχε καμία ελπίδα να φτάσει στο απόγειό της.
Στέλνουμε τα παιδιά μας να μάθουν ξένες γλώσσες, σκάκι, υπολογιστές, μπαλέτο, κολύμβηση, καράτε, πιάνο και δεν χάνουμε κανένα παιδικό πάρτι. Τα αναγκάζουμε να ζουν σε τρελούς ρυθμούς και τα φορτώνουμε με ένα σωρό δραστηριότητες, ώστε να γίνουν κοινωνικά, έξυπνα, ανταγωνιστικά, δημιουργικά.
Σε γενικές γραμμές, δεν τα χάνουμε από τα μάτια μας. Αποτελούν ουσιαστικά την επέκταση του εαυτού μας και δεν ξεφεύγουν ποτέ από το άγρυπνο βλέμμα μας. Τα έχουμε να κοιμούνται στο κρεβάτι μας μέχρι να πάνε σχολείο και συχνά, προσπαθούμε να προσλάβουμε μπέιμπι σίτερς πανεπιστημιακού επιπέδου, ώστε να τους μεταβιβάσουν από μικρή ηλικία σπουδαίες γνώσεις. Ακόμα και στην εφηβεία τους, που μπορούν πια να κυκλοφορούν μόνα τους, εξακολουθούμε να τα ελέγχουμε μέσω των κινητών τηλεφώνων τους.
Ακόμα και χωρίς να το θέλουμε, τα κάνουμε να νομίζουν ότι ο σκοπός του μαθητή είναι να κερδίζει βραβεία, μετάλλια και διακρίσεις και καταλήγουν να νιώθουν ότι είναι άχρηστα αν αποτύχουν σε ένα τεστ. Και φυσικά, στη δική μας παιδική ηλικία σπάνια άκουγες ότι ένα παιδί ήταν «προικισμένο», ενώ τα δικά μας είναι όλα ταλαντούχα και πανέξυπνα. Έτσι πρέπει άλλωστε.
Σαν γονείς, πολλές φορές γινόμαστε ψυχωτικοί με τη διατροφή τους και προσπαθούμε να τα ταΐζουμε με βιολογικά προϊόντα, που δεν έχουν γλουτένη, φυτοφάρμακα, τρανς λιπαρά κλπ, παρόλο που σαν παιδιά τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας και δεν πάθαμε τίποτα. Ενώ εμείς στην ηλικία τους κάναμε δουλειές στο σπίτι – κι όχι πάντα ελαφριές – στα δικά μας παιδιά δεν αναθέτουμε καμία απολύτως, είτε γιατί δεν θέλουμε να τα ζορίσουμε, αλλά είτε και γιατί με τόσες δραστηριότητες που τους φορτώνουμε, δεν έχουν πια ελεύθερο χρόνο.
Σε μερικά χρόνια όμως που τα παιδιά μας θα έχουν μεγαλώσει, θα παραπονιούνται ότι τα παραχαϊδέψαμε και δε τα διδάξαμε πώς θα γίνουν κάποτε ανεξάρτητα, πώς θα ανοίξουν το δικό τους σπίτι, πώς θα αποταμιεύουν και πώς είναι να κάνουν λάθη, ώστε να μάθουν από αυτά. Θα μας κατηγορήσουν ότι χρειάζονταν περισσότερους κανόνες και λιγότερες κοινωνικές επαφές, λιγότερη εξοικείωση με την τεχνολογία και τις επιστήμες και παραπάνω καθοδήγηση σχετικά με το πώς ένα άτομο μπορεί να επιβιώσει μόνο του, χωρίς να έχει τους γονείς του πάνω από το κεφάλι του.
Στο τέλος, μπορεί να δούμε τα παιδιά μας να αποτυγχάνουν στη ζωή τους ή να γίνουν δυστυχισμένα, όπως πολλοί από εμάς, που ποτέ δεν έκαναν αυτά που ονειρεύονταν. Δεν είναι κακό να παίρνουμε συμβουλές από βιβλία, διαδίκτυο και οποιαδήποτε άλλη πηγή, πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι το πώς πρέπει να μεγαλώνουν τα παιδιά δεν αλλάζει με τα χρόνια. Πάντα θα είναι δύσκολο να μεγαλώνεις ένα παιδί, πρέπει όμως να το αφήνεις να είναι παιδί για όσο καιρό κρατά η παιδική του ηλικία.