Οι περισσότεροι θα έχετε ακούσει πως το να κάνει ο γονιός μάθημα στο παιδί του είναι καταστροφικό για τη σχέση τους. Κάποιοι μάλιστα από εσάς σίγουρα θα μπορούν να το επιβεβαιώσουν από προσωπική εμπειρία. Στην πραγματικότητα, ο γονιός αποτελεί το «φυσικό δάσκαλο» του παιδιού κατά τη διαδικασία ανάπτυξής του και μάλιστα με μεγάλη αποτελεσματικότητα.
Από τη βρεφική ηλικία, η μαμά και ο μπαμπάς είναι αυτοί που ακούν, νιώθουν και αντιλαμβάνονται τί συμβαίνει και τί έχει ανάγκη το μωρό και αναπτύσσουν ένα δικό τους, μοναδικό κώδικα επικοινωνίας. Είναι οι γονείς που μαθαίνουν στο παιδί να κοιτάζει και να παρατηρεί το περιβάλλον του, να ακούει και να προσέχει, να χαμογελάει, να κατανοεί και τελικά να μιλάει μία ή και περισσότερες γλώσσες.
Όταν το παιδί αρχίσει πλέον να καταλαβαίνει τους γονείς του, να κατανοεί οδηγίες και εντολές και να είναι στη διαδικασία παραγωγής λόγου (ή τουλάχιστον να περιμένουμε εμείς να μιλήσει), αρχίζουν τα δύσκολα! Μετά από 2 χρόνια, κατά μέσο όρο, γλυκιάς υπομονής με κλάματα, πάνες, παιχνίδια με μουσική και άστατα ωράρια ύπνου, το μικρό μας επιτέλους μπορεί να μας καταλάβει και τότε αρχίζουν οι απαιτήσεις. Αυτό που συνήθως ξεχνούν οι γονείς είναι πως εκείνη ακριβώς τη στιγμή που νομίζουμε πως ήρθε η «ώρα να συνεννοηθούμε», το παιδί απλώς έχει ξεκινήσει να δοκιμάζει ένα δεύτερο, ολοκαίνουργιο κώδικα επικοινωνίας, με ήδη παγιωμένο βέβαια εκείνον της βρεφικής ηλικίας (το κλάμα και τη γκρίνια).
Όσο το μικρό μας αναπτύσσεται, αναπτύσσονται μαζί του όλες εκείνες οι δεξιότητες που έχει ένας άνθρωπος και όχι μόνο αυτές που θέλουμε εμείς να αναπτυχθούν. Μαζί λοιπόν με τις γνωστικές ικανότητες, αυξάνεται και η ικανότητα χειρισμού – ναι, είναι αυτή της πονηριάς, αυτή που κάνει το παιδί μας να «μη μας ακούει» και εδώ ο γονιός πρέπει να γίνει ο καλύτερος δάσκαλος για το παιδί του!
Με τη λέξη δάσκαλος, οι περισσότεροι νομίζουν ότι μιλάμε για τη σχολική μελέτη και τις υποχρεώσεις του σχολείου, αυτό όμως που έχει τεράστια σημασία είναι να καταλάβουμε πως για να φτάσουμε εκεί, υπάρχουν πρώτα άλλες δεξιότητες που θα πρέπει να διδάξουμε οι ίδιοι ως γονείς στα παιδιά μας.
Πρέπει το παιδί να μάθει να έχει υπομονή: Το μικρό μας μεγάλωσε, μας καταλαβαίνει και (μπορεί να) έχει ξεκινήσει να μιλάει. Χαιρόμαστε όλοι στην οικογένεια γι’ αυτό και το αφήνουμε να λέει ό,τι θέλει, όποτε θέλει. Το αφήνουμε να μας διακόπτει, να μιλάει πάνω από τη δική μας φωνή και να φωνάζει όταν δεν ανταποκρινόμαστε αμέσως! Μιλάμε με δυσκολία στο τηλέφωνο γιατί δεν μας αφήνει και καθόμαστε με το ζόρι να μιλήσουμε με φίλους σε συναντήσεις γιατί πάλι θέλει το παιδί να έχει τον πρώτο λόγο. Αυτή είναι μια κατάσταση που όσο χαριτωμένη και να είναι σε αυτή την ηλικία, είναι μη επιτρεπτή σε μεγαλύτερη. Το ότι το παιδί θα μεγαλώσει δε σημαίνει, πως θα μπορέσει να αλλάξει τη συμπεριφορά αυτή από μόνο του μεγαλώνοντας από τη μια μέρα στην άλλη.
Πρέπει το παιδί να μάθει να ακούει: Αν δεν έχει υπομονή, τότε δεν θα μπορέσει και να μας ακούσει. Συχνά τα παιδιά που δεν έχουν μάθει να περιμένουν, όταν δεν γίνεται το δικό τους αμέσως ξεσπούν σε δυνατές φωνές και κλάματα. Εμείς μπορεί εκείνη την ώρα να θέλουμε να εξηγήσουμε τι έγινε/τι θα ακολουθήσει με σκοπό να το ηρεμήσουμε, όμως το παιδί μας δεν μας ακούει παρά μόνο συνεχίζει να κλαίει ή να φωνάζει. Κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβαίνει και με κάτι που μπορεί να του ζητήσουμε, ακόμα και όταν απλώς φωνάζουμε το όνομά του! Εμείς θέλουμε κάτι να του πούμε αλλά εκείνο κάτι άλλο κάνει και δεν ανταποκρίνεται καν στο όνομά του. Τότε, αντίστοιχα μπορεί να φωνάξουμε εμείς και να οδηγήσουμε τελικά και τις δύο πλευρές σε τεράστια ένταση.
Πρέπει το παιδί να μάθει να κάθεται: Όταν πια τα παιδιά φτάνουν στο δημοτικό και πρέπει να μελετήσουν, συνειδητοποιούμε πως το παιδί δεν κάθεται σε ένα σημείο (γραφείο) για πολλή ώρα. Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω, θα παρατηρούσαμε πως καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του παιδιού μέχρι τώρα, επιτρέπαμε να γίνονται δραστηριότητες όπου να’ ναι, όποτε να’ ναι. Θα παρατηρήσουμε επίσης το παιδί μας να μην ολοκληρώνει και μόλις βαρεθεί/αποτύχει/δυσκολευτεί σε μια δραστηριότητα να του επιτρέπουμε να περνάει γρήγορα σε μια καινούργια. Αυτή η συμπεριφορά στα πρώτα χρόνια της ζωή του παιδιού είναι φυσικό να το ακολουθήσει και αργότερα και γι’ αυτό οφείλουμε να την τροποποιήσουμε από νωρίς.
Πρέπει το παιδί να μάθει να κάνει πράγματα μόνο του: Πάλι με αφορμή την αυτονομία στη μελέτη, η εξάρτηση του παιδιού από τους γονείς αναγνωρίζεται από πιο πριν. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορούμε να ζητήσουμε από το παιδί μας να ανεξαρτητοποιηθεί από τη μια μέρα στην άλλη στο δημοτικό. Πρέπει να υποστηρίξουμε το παιδί από νωρίς να κάνει πράγματα που μπορεί μόνο του και ας είναι, δυστυχώς, εις βάρος του δικού μας χρόνου. Το ξεκίνημα με την αυτονομία στο φαγητό (αντί του ταΐσματος), στο ντύσιμο, στο μπάνιο και γενικά σε δραστηριότητες που συχνά κάνουμε εμείς αντί των παιδιών για οικονομία χρόνου, είναι ιδιαίτερης σημασίας για την ομαλή εξέλιξή τους και την αυτονομία τους σε δραστηριότητες οι οποίες είναι απαραίτητο να γίνονται αποκλειστικά από αυτά αργότερα.
Πρέπει το παιδί να μάθει να εμπιστεύεται τους γονείς του: Με λίγα λόγια, αυτό που πρέπει πρωτίστως να διδάξουμε στα παιδιά, είναι να έχουν εμπιστοσύνη στις αποφάσεις που παίρνουν οι γονείς τους γι’ αυτά. Σίγουρα θέλουμε να οδηγήσουμε τα παιδιά μας στο να γίνουν αυτόνομοι και ανεξάρτητοι άνθρωποι, σε μικρές ηλικίες όμως, είμαστε εμείς που αποφασίζουμε πολλά πράγματα για αυτά και συνήθως αυτό δημιουργεί εντάσεις. Μέσα από διαδικασίες όπως αυτή της πάνας, της πιπίλας, του ύπνου σε χωριστό δωμάτιο και άλλα «ορόσημα» της παιδικής ηλικίας, ο γονιός μπορεί να δείξει τελικά στο παιδί του πως «ξέρει τι λέει και για τι επιμένει». Αυτό βέβαια μπορεί να επιτευχθεί μέσα από κοπιώδεις και ατέρμονες διαδικασίες διεκδίκησης, κάθε φορά που το παιδί θέλει να «τεστάρει» τα όρια του μπαμπά και της μαμάς, αλλά και τα δικά του. Μόνο έτσι όμως θα είμαστε ως γονείς έτοιμοι και σίγουροι να λύσουμε όλα τα θέματα που θα προκύψουν στη σχέση μας με το παιδί, από τον ύπνο και την πιπίλα μέχρι το «πόση σοκολάτα μπορώ να φάω», «γιατί πρέπει να διαβάσω» και «τι ώρα να γυρίσω σήμερα».
Γονείς, μη φοβηθείτε λοιπόν το ρόλο του δασκάλου! Είναι μια πολύ όμορφη διαδικασία και είστε φτιαγμένοι γι’ αυτή! Αν κάποια στιγμή νιώσετε άβολα και νιώσετε πως επηρεάζεται αρνητικά η σχέση με το παιδί σας, σκεφτείτε με ψυχραιμία τι συμβαίνει και θυμηθείτε πως ό, τι χτίζεται με κόπο για καιρό, δεν αρκεί μια κακή στιγμή για να το γκρεμίσει.
Φανή Βαγγελάτου
Λογοθεραπεύτρια – Ειδική Παιδαγωγός ΜΑ
Συντονίστρια Σχολών Γονέων
Πηγή: www.logotherapeia.com.gr