Κείμενο: Ρομίνα Ξύδα
Σούρουπο στο γραφείο, ανάμεσα σε αποκόμματα εφημερίδων, μισοτελειωμένους καφέδες και ανειλημμένες υποχρεώσεις, φτάνει στα χέρια μου μία επιστολή. Διαβάζω και κλαίω:
«Κυρία Ξύδα, καλησπέρα. Μετά από όσα έχουν γραφτεί το τελευταίο διάστημα για το bullying, ένιωσα την ανάγκη να σας καταθέσω μία ιστορία, την ιστορία του δικού μου παιδιού. Είμαι μητέρα ενός δωδεκάχρονου αγοριού. Ενός αγοριού που η φύση ίσως και να του όφειλε μια πιο ξεκάθαρη υπόσταση. Ο γιος μου είναι θηλυπρεπής. Στα “θέλω” του, στο κορμί του, στα ενδιαφέροντά του, στις κινήσεις του, στον τόνο της φωνής του, στον τρόπο που χαίρεται τη ζωή. Εγώ έμαθα να ζω με αυτό, όχι όμως και οι άλλοι. Από το νηπιαγωγείο ακόμη, τα περίεργα βλέμματα των γονιών έπεφταν επάνω του σαν βέλη για να μετατραπούν αργότερα σε σφαίρες από τις πράξεις των συμμαθητών του και την απραξία των δασκάλων του. Τον φώναζαν Ρούλα (από το Θοδωρής), τον κορόιδευαν για τη χροιά της φωνής του, του έλεγαν να πάει να φορέσει φουστάνια, τον απέκλειαν από κάθε ομαδική δραστηριότητα, του έχωναν κρυφά στην τσάντα κούκλες και κραγιόν ενώ κάθε φορά που απευθυνόμουν στους δασκάλους του, μου έλεγαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι και πως το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να του αλλάξω σχολείο. Σχολείο του άλλαξα όχι μία αλλά πέντε φορές. Τα πράγματα ωστόσο δεν άλλαξαν, αλλά ούτε και θ’ αλλάξουν ποτέ τόσο για το δικό μου παιδί όσο και για όλα τα παιδιά του κόσμου που δεν ανταποκρίνονται στα αρρωστημένα στερεότυπα της άγριας κοινωνίας μας. Εάν εγώ και ο πατέρας του δεν στεκόμασταν τόσο πολύ δίπλα του και δεν τον στηρίζαμε στον αγώνα της διαφορετικότητάς του, ο γιος μου θα είχε μετατραπεί σήμερα σε ένα δυστυχισμένο πλάσμα που θα μισούσε τους πάντες και τα πάντα. Σε ένα τέρας, όμοιο με εκείνα που πλάθουν γονείς και καθηγητές που κλείνουν μάτια, αυτιά, πόρτες και παράθυρα μπροστά στην όποια “ατέλεια”. Σ’ ένα παιδί “ανάπηρο αγάπης”. Ο Θοδωρής μου όμως είναι ένα παιδί γεμάτο αγάπη. Κι εμένα αυτό μου αρκεί…»
«Επιστρέφω» την επιστολή στον φάκελο και τη σκέψη μου στα δικά μου μαθητικά χρόνια. Τότε που το bullying το έλεγαν «πείραγμα» και τους bullies«αρχηγούς». Είχα κι εγώ τέτοια «κωλόπαιδα». Και στο σχολείο, και στο φροντιστήριο, και στο πανεπιστήμιο, και στη γειτονία. Όμοια με εκείνα τα κωλόπαιδα πως είτε ως παιδιά είτε ως γονείς έχουν περάσει από δίπλα μας, ενίοτε κι από μέσα μας, αφήνοντας στην ψυχή μας άλλοτε μικρά κι άλλοτε μεγαλύτερα σημάδια. Άθλιοι ψευτόμαγκες, γαλουχημένοι από τον επίσης άθλιο χαρακτήρα γονιών που θεωρούν τη βία μαγκιά και τον τσαμπουκά προτέρημα. Από γονείς που χτυπούν τα παιδιά τους για να μη γίνουν ομοφυλόφιλοι, που τα τιμωρούν αν δεν φέρουν καλούς βαθμούς, που τους λένε ότι οι «άντρες δεν κλαίνε» και πως τα παιδιά χωρισμένων γονιών είναι λιγότερο ευτυχισμένα από τα άλλα. Από γονείς που βάζουν πολιτικό μέσο για να εισαχθεί το βλαστάρι τους στο τάδε σχολείο και να μην αποβληθεί από το δείνα πανεπιστήμιο, από γονείς που φιλούν κατουρημένες ποδιές για μια «θεσούλα» στο Δημόσιο, από γονείς-τέρατα που δεν κάνουν τίποτε άλλο πέρα από το να διδάσκουν τον όρο «ξεφτίλα» στα δικά τους παιδιά.
Και καθηγητές-bullies είχαμε. Από αυτούς που κάνουν τα «στραβά μάτια» γιατί ο μπαμπάς έχει φράγκα, από εκείνους που δεν έχουν χρόνο να ασχολούνται με τους αδύναμους κι από τους άλλους που πίστευαν και πιστεύουν ότι η δουλειά τους εξαντλείται στο να μάθουν στα παιδιά «γράμματα». Ανάμεσα στον κανόνα των σκληρών παιδιών, των απαράδεκτων γονιών και των αδιάφορων καθηγητών είχα ωστόσο την τύχη να γνωρίσω μία γυναίκα που, πέρα από την ελληνική γλώσσα, μου δίδαξε ότι κι εγώ, κι εσύ, κι ο δίπλα, κι ο παραδίπλα οφείλουμε να βγάζουμε μία «γλώσσα να» απέναντι στους όποιους bullies, όχι για να τους γλείφουμε αλλά για να τους φτύνουμε κατάμουτρα.
Στο σχολείο μου υπήρχε λοιπόν ένα κορίτσι. Με μπαμπά πολιτικό, με κατάξανθα μαλλιά, με γαλάζια μάτια, με ακριβά ρούχα και με ακόμη ακριβότερα γούστα. Ένα κορίτσι κακότροπο, εγωιστικό, απάνθρωπο. Ένα κορίτσι από εκείνα που αναπνέουν μόνο όταν στερούν το οξυγόνο των άλλων. Η άλλη στην προκειμένη περίπτωση ήταν ένα χοντρούτσικο, ασχημούτσικο και μοναχικό πλάσμα, ένα πλάσμα που σε εξουθένωνε με την καλοσύνη του και που είχε γίνει μπαλάκι στα χέρια της όμορφης «αρχηγού»: την κορόιδευε για τα κιλά της, την έσπρωχνε για να της πέσουν τα γυαλιά, της πετούσε παγωμένο νερό από τον πίδακα και καυτή σοκολάτα από το κυλικείο, της έκρυβε τα ρούχα κάθε φορά που είχαμε γυμναστική, της έβαζε καρφίτσες στο θρανίο και νεκρά ζωύφια στο φαγητό. Οι γονείς της ενημερώθηκαν όπως ακριβώς και η διεύθυνση, αλλά τίποτε δεν άλλαζε.
Τίποτα, μέχρι τη στιγμή που η λατρεμένη καθηγήτρια της Γλώσσας την άρπαξε ένα μεσημέρι από το μαλλί, της άστραψε ένα χαστούκι που της γύρισε το κεφάλι ανάποδα και της είπε μπροστά σε όλους: «Αν ξαναπειράξεις τη Μαρία θα σε τσακίσω…» Δεν ξέρω αν ήταν εκείνο το δυνατό χαστούκι που έκανε την όμορφη ξανθιά να μην ξαναπειράξει ποτέ τη Μαρία ούτε πόσο αντιπαιδαγωγικό κρίνεται από τους ειδικούς. Δεν ξέρω πόσο συνένοχες υπήρξαμε όλες μας για τα πάνδεινα που πέρασε η Μαρία ούτε αν κατάφερε ποτέ να τα ξεπεράσει. Αυτό που ξέρω είναι ότι εκείνη η καθηγήτρια μου δίδαξε το πιο πολύτιμο, το πιο ακριβό μάθημα της ζωής μου: ότι κάποιες φορές αρκεί ένα χαστούκι για να επανέλθεις στην πραγματικότητα και να μπορέσεις να δρασκελίσεις το σκαλοπάτι που λέγεται «ανθρωπιά»…
Πηγή: talcmag.gr