Της Ρομίνας Ξύδα
Μικρή κλέφτρα. Φλύαρη, πομπώδης, αυτάρεσκη. Να δοκιμάζει μπροστά σε καθρέφτη-αντίκα λάφυρα από το σεντούκι της μαμάς: διαμαντένια κολιέ, ψηλοτάκουνες γόβες, μακριά φουστάνια, ακριβά γουναρικά κι εκείνη την ολόχρυση βέρα που δεν της «χώραγε» πια. Μαζί τα φόρτωσαν ένα συννεφιασμένο μεσημέρι σε ένα πορτοκαλοκίτρινο σαραβαλιασμένo τζιπ για να ορθώσουν τη ζωή τους κόντρα σε όλα τα προγνωστικά που τις ήθελαν ερειπωμένες…
Δύο πρωταγωνίστριες στο ίδιο έργο, που πίσω από τις κουίντες μαλλιοτραβιούνται για την ευτυχία. Της άλλης… Ανίκανες, μικρές και φοβισμένες για να καταλάβουν πως η ευτυχία είναι μια υπόθεση καθαρά προσωπική.
Από την αδιάφορη, στατική και αποστειρωμένη υγεία μιας σχέσης προτιμώ εκείνη που τρέφεται από το μικρόβιο μιας από τις πιο μεγάλες μου αρρώστιες μου σ’ αυτή τη ζωή: της μάνας μου. Εκείνης από την οποία χρόνια τώρα δανείζομαι πόζες, κινήσεις, μορφασμούς, γκριμάτσες, συμπεριφορές, τη σάρκα της, τη ζεστασιά της, την υπομονή της, την ίδια της τη ζωή χωρίς τον παραμικρό τόκο.