Το χαστούκι που έφαγα από την κόρη μου…

Της Ρομίνας Ξύδα

Δυο μέρες πριν τα γενέθλια της. Κλείνω τα μάτια. Το πάρτι της που τόσο πολύ περιμένει. Οι φίλες της που τόσο πολύ αγαπά. Το χαμόγελό της που τόσο πολύ μεγαλώνει μπροστά στην αναμονή της δικής της ημέρας. Βλέπω μπαλόνια. Πολλά μπαλόνια. Ροζ, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, μπλε. Ακούω παιδικές φωνές και γάργαρα γέλια κι «αυτό μαμά ήταν το ωραιότερο πάρτι της ζωής μου». Βουτάω σαν παιδί το δάχτυλο στην τούρτα της, γεύομαι την ευτυχία της, γέρνω επάνω της απαλά καθώς σβήνει τα κεράκια των επτά της χρόνων…

Σκοτάδι. Ένα τηλέφωνο κι ύστερα σκοτάδι: «Η Ήρα χτύπησε. Με το ποδήλατο. Πάμε στο νοσοκομείο. Το πόδι της δεν είναι καλά. Το πήρε η ρόδα». Σκόρπιες λέξεις, ασύνδετες προτάσεις, παράταιρες παρενθέσεις στην πρότερη χαρά. «Δεν ξέρουμε τίποτα για την ώρα. Θα μας πει ο γιατρός». Αποσιωπητικά… Κι ύστερα ένα κεφάλαιο γεμάτο ηχηρά ερωτήματα: «Πώς; Που; Πότε; Γιατί;». Πατάω το πόδι στο γκάζι. Η Κηφισίας κλειστή, η ψυχή μου ορθάνοιχτη στον πανικό, η ματιά μου λίμνη που ολοένα και μεγαλώνει. Το παιδί μου, το πόδι του, ο πόνος του, «δώστε την στο τηλέφωνο, τώρα!». Παιδικός λυγμός πνιγμένος σ’ ένα «Μαμά, σε παρακαλώ, μη στεναχωριέσαι. Εγώ κλαίω τόσο πολύ όχι γιατί πονάω αλλά επειδή στεναχωριέσαι εσύ!». Η λίμνη γίνεται τώρα ποτάμι, χείμαρρος, καταρράκτης που «πνίγει» κάθε θετική σκέψη πετώντας με σαν ναυαγό στη γη της απόγνωσης. Το πάρτι που τόσο περίμενε. Το μπαλέτο που τόσο λατρεύει. Το κολύμπι που τόσο χαίρεται. Το σχολείο που μόλις ξεκινά. Το κλάμα του παιδιού μου. Η φωνή του γιατρού: «Το παιδί σας γλύτωσε στο τσακ το χειρουργείο. Ήταν πολύ τυχερή. Ωστόσο έχει πολλαπλές εσωτερικές θλάσεις. Βάλαμε νάρθηκα και θα μπορέσει να ξαναπερπατήσει σε ένα μήνα. Περαστικά της».

Κάθεται στον καναπέ. Με το πόδι ψηλά και το βλέμμα ακόμη ψηλότερα. Πόσο μικρή, πόσο φοβισμένη φαντάζω απέναντί της. Της λέω ότι θα περάσει γρήγορα, ότι δεν χάθηκε ο κόσμος, ότι το πάρτι θα το αναβάλουμε και θα το κάνουμε αργότερα όταν θα μπορεί να πατήσει ξανά γερά στα δυο της πόδια. Ξάφνου, αισθάνομαι το μάγουλό μου να τσούζει. Κάποιος με χαστούκισε απρόσμενα και δυνατά. Κοιτάζω γύρω μου, δεν είναι κανείς. Κοιτάζω απέναντί μου και καταλαβαίνω ότι το έκανε εκείνη! Ένα επτάχρονο παιδί που διέλυσε τη μιζέρια της κακιάς στιγμής με ένα μεγαλειώδες: «Μαμά, δεν θα αναβάλουμε τίποτα. Το πάρτι θα γίνει κανονικά. Έτσι είναι η ζωή!» Της λέω ότι την ευχαριστώ. Ότι δεν μπορεί να φανταστεί πόσο περήφανη με κάνει. Δεν καταλαβαίνει το «γιατί». Είναι πολύ μικρή για να κατανοήσει μεγάλες οπισθοχωρήσεις, πολύ αθώα για να συλλάβει ενήλικες ενοχές, πολύ αντράκι για να δεχτεί γυναικουλίστικες αγωνίες.

Την ημέρα του πάρτι της είναι πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά, πιο δυνατή από ποτέ. Καθισμένη σε μία καρέκλα, μ’ όλες τις φίλες γύρω της, χαμογελάει κάθε φορά που τις κοιτάζει να τρέχουν χαρούμενες. Δεν πειράζει, λέει, που εκείνη δεν μπορεί, φτάνει που οι κολλητές της περνάνε καλά. Φτάνει που τίποτα δεν χάλασε. Φτάνει που και τραγούδια θα πούμε, και κεράκια θα σβήσει, και τούρτα θα φάμε και καλά θα γίνει ξανά. Όταν τα κεράκια ανάβουν δεν θέλει βοήθεια. Περπατάει στηρίζοντας το μικροσκοπικό της κορμάκι στο ένα της πόδι, χλευάζοντας τα ουρλιαχτά μου _ κομμάτια παλιών αντικειμένων που καπνίζουν μέσα στη φωτιά της δύναμής της.

Την κοιτάζω από μακριά και σκέφτομαι πόσο σημαντικό είναι να θέτεις την ευτυχία στο μέτρο της δύναμης σου. Να ζεις τη ζωή σου έντονα διασχίζοντας το κατώφλι του εύκολου αλλά και του δύσκολου. Να επικεντρώνεις στο σήμερα αδιαφορώντας για το αύριο. Να λες πως η αναμονή και η αναβολή δεν είναι δικές σου δουλειές. Να εξελίσσεις τη ζωή σου μέσα από το θάρρος. Να έχεις την ευλογία να τρέχεις ακόμη και με πατερίτσα και να νικάς…

   

Άφησε ένα σχόλιο

*