Της Ρομίνας Ξύδα
Είκοσι πέντε Ιουλίου 1983, ώρα 7 το απόγευμα, Πανσέληνος. Ένα πράσινο Citroen σταματάει έξω από την πλαζ της Βουλιαγμένης. Κατεβαίνει μία οικογένεια, ένα μπουκάλι campari, δυο τρεις ψάθες, ένα ψυγειάκι γεμάτο κεφτέδες, σάντουιτς και καρπούζι. Είμαι δώδεκα. Κρατάω από το χέρι τον επτάχρονο αδελφό μου και στον βηματισμό μου τον αέρα μιας μεγάλης. Τραγουδάω στη μαμά το αγαπημένο της τραγούδι “Είμαι η Μαίρη Παναγιωταρά”, εκείνη με σφίγγει δυνατά στην αγκαλιά της. Ύστερα τρέχω στο μπαμπά και σκασμένη στα γέλια του σιγοτραγουδάω όσο πιο γρήγορα μπορώ το “Που βαδίζουμε Κύριοι”: “Τα “φτιαξε κι η Ρέα τελικά με τον Αντρέα / που τον ήθελε και η Νίνα πριν γνωρίσει το Θαλή / που τα είχε με τη Λέλα και φλερτάριζε τη Στέλλα / λίγο πριν να γνωριστούν με τη Λιλή. / Έφαγε η Μαρούλα τον Μανώλη από τη Ρούλα / που του άρεσε και η Μίνα που του γνώρισε η Γωγώ / που τα είχε με τον Άρη πριν τα φτιάξει με την Μάρη / και που ίσως να την πήδηξα κι εγώ…» Δεν με μαλώνει για την κακή λέξη, το αντίθετο, νιώθει περήφανος που η κόρη του έχει αποστηθίσει τόσο άψογα τους στίχους του Λουκιανού.
Σέρνω τον αδελφό μου από το χέρι: “Κάνε γρήγορα, μικρέ”, του λέω. “Να βρούμε καλό μέρος να κάτσουμε”. Βρίσκουμε. Απλώνουμε ψάθες πάνω στη θάλασσα, στάζουμε καρπούζι, γεμίζουμε ποτήρια με campari και πάγο “Μια γουλιά μόνο μπαμπά, σε παρακαλώ!”. Η πρώτη μου γουλιά. Γλυκόπικρη σαν τους στίχους του Λουκιανού, γλυκόπιοτη σαν τα μηνύματα των τραγουδιών του. Έρχονται φίλοι. Ένας, δύο, τρεις, δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες. Κάθονται δίπλα μας, πίσω μας, πάνω μας. Παίζουν ρακέτες και βόλεϊ, μας πετάνε άμμο στα πόδια και στα μάτια. Δεν μας ενοχλούν. Εκείνο το στρίμωγμα μοιάζει με συντροφικότητα, με μια μάζωξη κολλητών απ” τα παλιά.
Σε λίγο, οι οικογένειες γίνονται ομάδες, οι ομάδες λαός και ο λαός λαοθάλασσα. Μια κυρία μας κερνάει παγωτά, ένας νεαρός μας σηκώνει ψηλά στους ώμους του για να δούμε την εξέδρα. Μία πλωτή φωταγωγημένη πίστα στο μέσο της θάλασσας. Τρέχουμε, παίζουμε, γελάμε, τραγουδάμε. Σουρουπώνει. Η μουσική ξεκινάει με Ζορπαλά, Γερμανό, Σαββόπουλο, ιερά τέρατα μιας μουσικής που κολυμπάει στον αφρό χαράζοντας μνήμες και διαμορφώνοντας ταυτότητες μιας μετέπειτα ζωής. Ο κόσμος σε θέση λατρείας, ο οικοδεσπότης σε φάση αμηχανίας. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι το πάρτυ του θα συγκέντρωνε τόσο κοινό, τόση λατρεία. Χαμογελά, υποκλίνεται, ξεκινά. Μαζί με την Αφροδίτη Μάνου και τους “Three and the koukos Band”. “Πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη…” Ο κόσμος παραληρεί. Πετάει ρούχα στον αέρα, σημαίες μιας επανάστασης που είχε μόνο νότες. Πετάμε κι εμείς ρούχα και αναστολές. Δεν ξέρουμε κολύμπι και κολυμπάμε. Δεν ξέρουμε όλους τους στίχους και τραγουδάμε. Δεν ξέρουμε ότι αυτό το πάρτι θα είναι το καλύτερο πάρτυ της ζωής μας. Οι γονείς δεν ανησυχούν. Δεν μας κοιτάζουν καν. Χορεύουν με άγνωστους, γελάνε με περαστικούς, αγκαλιάζονται με ξένους. “Τα παιδιά, που είναι τα παιδιά;” Χαμένα με άλλα παιδιά. Εκστασιασμένα από τον κόσμο των μεγάλων που φαντάζει στα μάτια τους τόσο ακίνδυνος, τόσο προσιτός.
Η φωνή του Κηλαηδόνη, κάποιες στιγμές, ίσα που ακούγεται. Οι μουσικές “κραυγές” των καλεσμένων του την “καπακώνουν” σ” ένα κρεσέντο αποθέωσης. Η ώρα δείχνει δύο. Γιατί περνάει τόσο γρήγορα η ώρα; Κανείς δεν θέλει να φύγει. Κανείς δεν γουστάρει να κοιμηθεί. Κανείς δεν “χόρτασε” από νότες, τραγούδι και χορό. Όλοι θέλουν να μείνουν εκεί. Στην παραλία που έχει βουλιάζει από ετερόκλητο κοινό, άκρατο ρομαντισμό και βαθιά πολιτικά μηνύματα. Σε λίγο θα” ρθει κι ο Νταλάρας, κι άλλοι φίλοι, κι άλλα παιδιά. “Μαμά, μη φύγουμε. Στο ορκίζομαι ότι δεν νυστάζω. Να μείνουμε λίγο ακόμη…” Μένουμε. Μέχρι τις έξι το πρωί ξαπλωμένοι στην αμμουδιά. Ο Γιάννης κοιμάται στα πόδια μου, εγώ λαγοκοιμάμαι στην αγκαλιά της μαμάς, ο κόσμος επιβιβάζεται σε αυτοκίνητα και στα πρώτα λεωφορεία της γραμμής. “Πότε θα ξαναγίνει αυτό το πάρτυ, μαμά;”. Η μόνη μου αγωνία, το μόνο μου ερώτημα, η μόνη μου χαρά. “Τον αγαπώ τον Κηλαηδόνη, μαμά! Τα τραγούδια του είναι τα καλύτερα του κόσμου. Όπως και τα πάρτυ του. Όταν κάνουμε κι εμείς πάρτυ, μαμά, να τον καλέσουμε! Μου το υπόσχεσαι ότι θα τον καλέσουμε;” Δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ. Σε κανένα πάρτυ. Δεν έκατσε. Δεν έτυχε. Παρόλα αυτά, κάθε φορά που τύχαινε ν” ακούσω τραγούδια του, χόρευα πάντα σαν δωδεκάχρονο παιδί. Σαν εκείνο το δωδεκάχρονο παιδί. Το πάρτυ της Βουλιαγμένης δεν έλαβε τέλος τα ξημερώματα της 26ης Ιουλίου του 1983.Το πάρτυ του Λουκιανού, τελείωσε σήμερα.
Και το μόνο που θέλω, είναι να κλείσω την πόρτα του γραφείου, να γεμίσω ένα ποτήρι με campari και να βάλω στη διαπασών εκείνο το τραγούδι που έλεγε: “Ετούτη τη νύχτα δε θέλω κανένα / Ετούτη τη νύχτα δε θέλω ψυχή/ Ετούτη τη νύχτα περιμένω εσένα / και για ότι γίνει θα φταις εσύ/ Και ξέρω πως τώρα θ’ αρχίσω να πίνω / και ξέρω σε λίγο πως θα είμαι στουπί
πως θα `μαι πια λιώμα και ακόμα θα πίνω / και για ότι γίνει θα φταις εσύ…”