Της Ρομίνας Ξύδα
Άναυδη, άλαλη, αποσβολωμένη, μαρμαρωμένη, πετρωμένη, απόπληκτη.
Η ματιά μου καρφωμένη στην είδηση ότι ο 52χρονος πα-τέρας που το βράδυ της περασμένης Πέμπτης σκότωσε το μόλις πεντέμισι μηνών παιδί του αφέθηκε ελεύθερος με τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και χρηματική εγγύηση 20 χιλιάδων ευρώ. Τόσο κοστολόγησε η ελληνική δικαιοσύνη τη ζωή ενός βρέφους, μη ρωτάς πολλά. Τόσο μετράει μια ανθρώπινη ζωή, μη μιλάς πολύ. Τόσο αξίζει η αφεντιά μου, η αφεντιά σου, και η αφεντιά των δικών μου και των δικών σου παιδιών, κι αν συνεχίσεις να διαμαρτύρεσαι θα φας μπουνιά! Δυνατή, ματωμένη, φονική, όμοια με εκείνη που σκοτώνει γυναικόπαιδα και κυκλοφορεί ελεύθερη στους δρόμους με τις ευλογίες της ελληνικής δικαιοσύνης.
Το τηλέφωνο χτυπά. Είναι γνωστές από την Κρήτη. Γυναίκες που λίγες ημέρες πριν μου περιέγραφαν το τακίμιασμα του δολοφόνου με το αλκοόλ, την πλήρη εξάρτησή του, τη χυδαία συμπεριφορά του, το τρικλισμένο του βήμα, το εμετικό “χικ” του μεθύστακα, την μπόχα του αλκοόλ που κατανάλωνε σε καθημερινή βάση στα καπηλειά της απατηλής του “μαγκιάς”. Δεν το σηκώνω. Δεν μπορώ να μιλήσω. Δεν έχω τι να πω. Μου στέλνουν μηνύματα. Λύπης, πανικού, απορίας, απόγνωσης, τρόμου: ¨Την είδες την δικαιοσύνη; Άφησε ελεύθερο αυτό το κάθαρμα. Πως να μιλήσω τώρα στην αστυνομία για τον άντρα της γειτόνισσας που την ξυλοφορτώνει σε καθημερινή βάση μπροστά στα παιδιά; Γιατί να μιλήσω; Τι θα βγει; Εδώ ο άλλος σκότωσε το παιδί του, το ίδιο του στο σπλάχνο και κυκλοφορεί δίπλα μας ελεύθερος. Φοβάμαι. Τρέμω. Όχι για μένα αλλά για τα παιδιά μας…”
Η σιωπή μου μετατρέπεται σε θυμό κι ύστερα σε οργή. Μια διχασμένη οργή με παραλήπτες γένους θηλυκού που αγαπούν τους έρωτες με την… πρώτη μπουνιά. Η μία με πρόσωπο, η άλλη απρόσωπη. Η πρώτη, μάνα, η δεύτερη εξουσία. Η “μάνα” στέκεται κρεμασμένη έξω από τα κάγκελα που κρύβουν το φονιά του παιδιού της και παρέα με το σόι της ικετεύει για τη λευτεριά του. Κερί-αναμμένο δίπλα του. Δίπλα στον άντρα που την ξυλοφόρτωσε και δολοφόνησε το δικό της και το δικό του σπλάχνο. Άσπλαχνη ύπαρξη. Άρρωστη “πάστα”. Αν την ρωτήσεις θα σου πει ότι ήταν ατύχημα. Πως δεν φταίει ο καλός της. Πως ο ένοχος ήταν το κινητό του τηλέφωνο που έπεσε στο πάτωμα, και «αναπήδησε» χτυπώντας θανάσιμα το άτυχο βρέφος. Όπως μπορεί ν” αναπηδήσει ο καναπές και να σου ρίξει μια σφαλιάρα, να σε πλακώσει το πλυντήριο, να σε χαστουκίσει το ψυγείο και να σε σαπίσει στο ξύλο το ντουλάπι της κουζίνας.
Η δεύτερη γυναίκα, η δικαιοσύνη, την ακούει, την καταλαβαίνει, την δικαιολογεί, της δίνει δίκιο, κουράγιο και το δικαίωμα να συνεχίσει τη ζωή της μ” αυτόν τον άνθρωπο. Μόνο μη βγει από τα σύνορα! Μόνο μην την κάνει για κανένα Παρίσι και “συλληφθεί” να απολαμβάνει το Kir Royal του σε κάποιο bistrot. Όχι, δεν θα το κάνει. Το υπόσχεται! Το ορκίζεται. Έχει μετανιώσει. Το μωρό; Πόσο άξιζε το μωρό. Είκοσι χιλιάδες ευρώ! Η γυναίκα με το πρόσωπο, η “μάνα”, τα έχει! Τα βγάζει από την πορτοφόλα και τ” ακουμπάει στο γκισέ της απρόσωπης δικαιοσύνης. Είναι χαρούμενη! Μόλις εξαργύρωσε το θάνατο του παιδιού της με είκοσι χιλιάρικα. Μόλις είναι “ελεύθερη” να συνεχίσει το love story της πλάι στον έρωτα της ζωής της. Καμία σπασμένη ισορροπία, καμιά χαλασμένη συμμετρία, καμιά διαταραγμένη συνοχή. Σε λίγο, ο πα-τέρας και η “μάνα”, θα βάλουν τα μαύρα τους, θα πιαστούν χεράκι και χεράκι, θα κατεβάσουν δάκρια στα μάτια και θα πάνε να κηδέψουν το παιδί που ίδιοι δολοφόνησαν. Και στο τέλος, θα πιουν στη μνήμη του μια νταμιτζάνα ρακή …
Πηγή: protothema.gr