Πάντα τις Κυριακές…

sundaysΤου Αντώνη Κυρίκου

 Από μικρός λάτρευα τα κυριακάτικα τραπέζια. Όλη η μέρα το σπίτι μύριζε τις συνταγές της μαμάς, εννοείται κρέας με κάτι, ενώ στο ψυγείο πάγωνε το γλυκό της. Τα πρωινά άλλοτε είχε εκκλησία, άλλοτε λίγο ύπνο παραπάνω και μετά παιχνίδι.

 Τυχερός, αφού τρεις αλάνες πολύ κοντά στο σπίτι μας γίνονταν με έναν ένα μαγικό τρόπο κάτι ανάμεσα σε Μαρακανά και Σαντιάγκο Μπερναμπέου και η μπάλα, η σκόνη και ο ιδρώτας πήγαινε σύννεφο. Το ματς δεν είχε ορισμένη διάρκεια. Τελείωνε μόλις και το τελευταίο παιδί επέστρεφε σπίτι, όλα με τον ίδιο τρόπο αφού δεν σφύριζε κάποιος διαιτητής την λήξη, αλλά η φωνή της μάνας.

 Έχοντας μόνιμα παραβιάσει την ώρα που έπρεπε να γυρίσω σπίτι η πιο μαγική γυναικεία φωνή μου θύμιζε την υποχρέωση μου. Γρήγορα στο μπάνιο, πλύσιμο τα χέρια και όλοι στο τραπέζι, που κάθε Κυριακή ήταν γιορτινά στολισμένο. Ένιωθα πάντα μαγεμένος από το οικογενειακό δέσιμο γύρω από το τραπέζι της Κυριακής. Όλη η οικογένεια συγκεντρωμένη, ο πατέρας στην κεφαλή, προσευχή και όλη η εβδομάδα που είχε κυλήσει περνούσε στιγμιότυπα μέσα από τις κουβέντες μας. Το Κυριακάτικο φαγητό ήταν πάντα το πιο νόστιμο και πριν την μελαγχολία που με τύλιγε το απόγευμα, αυτές οι στιγμές ήταν γεμάτες αγάπη.

 Αυτό όμως που με ξεσήκωνε ήταν όταν είχαμε καλεσμένους. Γιορτές και γενέθλια ήταν πάντα η αφορμή για να γίνει το σπίτι η χαρά του σογιού. Θείοι, θείες, οικογενειακοί φίλοι και φυσικά μικροί φίλοι και ξαδέρφια. Η Κυριακή είχε την διπλάσια διάρκεια. Οι μεγάλοι να συζητάνε πάντα μεγαλόφωνα και πάντα να διαφωνούν σε όλα, εμείς που είχαμε φάει νωρίτερα, παίζαμε στο δωμάτιο και πάντα στο τέλος χορός, «για το καλό».

Πόσο μεγάλοι μου φαινόντουσαν τότε οι μεγάλοι. Έπιανα τον εαυτό μου να αφήνει τα παιχνίδια, να ακούει τις κουβέντες τους και να ανυπομονώ να μεγαλώσω για να κάτσω και εγώ σε θέση μεγάλου στο κυριακάτικο τραπέζι. Ήθελα, δεν ήθελα μεγάλωσα και ποτέ δεν πρόδωσα τα μεσημέρια της Κυριακής.

Στις γιορτές κάθομαι πια στη θέση του μεγάλου. Η παρέα του παιδικού δωματίου μεταφέρθηκε πια στο σαλόνι. Συζητάμε όλα όσα μας

ακούγονταν πριν τριάντα χρόνια, μαγικά, ακατανόητα, κουραστικά. Στο άλλο δωμάτιο τα παιδιά μας έχουν πάρει την θέση μας στα παιχνίδια. Στην κεφαλή πάντα όμως το ίδιο πρόσωπο, ο πατέρας – παππούς. Τον κοιτάω κλεφτά…«θα αξιωθώ να καμαρώνω τόση χαρά;» αναρωτιέμαι και υψώνω το ποτήρι μου.

Πηγή: http://www.maxitis-petroupolis.com/

   

Άφησε ένα σχόλιο

*