Επιμέλεια: Χρύσα Βρανά
Είκοσι χρόνια πριν, στις 12 Οκτωβρίου του 1995 – η μητέρα μου εξαφανίστηκε στο Δυτικό Σακραμέντο κι από τότε κανείς δεν την είδε ποτέ. Ήμουν μόλις 15 χρονών όταν ο πατέρας μου μου είπε τα νέα. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν από την εξαφάνιση της, εγώ έτρεφα κρυφά την πεποίθηση ότι μια μέρα θα άλλαζε. Φανταζόμουν ότι κάποια στιγμή θα ένιωθε την ανάγκη να με γνωρίσει πραγματικά, πως θα έκανε τ΄ αδύνατα δυνατά προκειμένου να χτίσει από την αρχή την κατεστραμμένη μας σχέση. Όταν έμαθα ότι για την αστυνομία θεωρούνταν νεκρή, πέθαναν κι εκείνα τα όνειρα…
Από τότε που ήμουν μωρό ζούσα με τον αδελφό της μητέρας μου τον οποίο θεωρούσα και θεωρώ πατέρα. Αυτός ο άνθρωπος ήταν η σωτηρία μου, από την ημέρα που η μητέρα μου πήρε από το χέρι τον μεγαλύτερο αδελφό μου και με άφησε μόνη για να ακολουθήσει το δρόμο των ναρκωτικών. Τρεις εβδομάδες μετά από εκείνη, την πρώτη μεγάλη φυγή, ο πατέρας μου την εντόπισε να παίρνει την δόση της μέσα σ” ένα φορτηγό την στιγμή όπου ο αδελφός μου έψαχνε στα σκουπίδια για φαγητό. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να αρπάξει τον μικρό, να τον φέρει σπίτι και να ζήσουμε οι τρεις μας σαν πραγματική οικογένεια.
Ο πατέρας μου, πίστευε πάντα, ότι μια μέρα η μητέρα μου θα ξυπνούσε από τον εφιάλτη της, θα συνειδητοποιούσε ότι έχει δύο παιδιά που χρειάζονται την αγάπη και την φροντίδα της κι ότι θα επιστρέφαμε κοντά της. Εκείνος, όπως ακριβώς κι εγώ, τρεφόμαστε από αυτή την ελπίδα που δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η μητέρα μου έδινε πάντα πολλές υποσχέσεις τις οποίες δεν ήταν ικανή να κρατήσει ποτέ.
Το 1985, ύστερα από την παραμονή της σε κάποιες φυλακές, έφερε στον κόσμο την μικρή μας αδελφή. Η μητέρα μου κράτησε την μικρή μου αδελφή και θυμάμαι πως όσες φορές την επισκεπτόμασταν με τον αδελφό μου, νιώθαμε μέσα μας μία μικρή ζήλια επειδή το μωρό θα έμενε κοντά της της ενώ εμείς θα φεύγαμε ξανά μακριά της. Ζήλευα γιατί ένιωθα ότι η μικρή μου αδελφή θα γνώριζε την μαμά μου με έναν τρόπο που εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ…
Δέκα χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα μας εξαφανίστηκε οριστικά, ήταν η μικρή μας αδελφή που έμεινε πίσω, μόνη και φοβισμένη. Με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, η μαμά μας, είχε εγκαταλείψει και τους τρεις μας…
Όταν ο πατέρας μου μου είπε ότι η μητέρα μου εξαφανίστηκε, δεν την είχα δει για πέντε ολόκληρα χρόνια ενώ την τελευταία φορά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο _σχεδόν 8 μήνες πριν από την εξαφάνισή της _ την είχα ρωτήσει ανάμεσα σε λυγμούς γιατί δεν με ξεφορτώθηκε όταν ήμουν ακόμη στην κοιλιά της. Εκείνη μου απάντησε πως όσα γνώριζα για εκείνη ήταν ένα μεγάλο ψέμα και πως μ” αγαπούσε. Δεν την πίστεψα.
Δεν μπορώ να ισχυριστώ ή να προσποιηθώ ότι ένιωθα κοντά στην μητέρα μου αλλά θυμάμαι πως, την στιγμή που ο πατέρας μου μου έδειξε στην εφημερίδα την φωτογραφία της με την είδηση της εξαφάνισης της, έκλαψα πολύ. Εκείνη το άρθρο, αναφορικά με την εξαφάνιση της μητέρας μου, ήταν το μοναδικό που δημοσιεύθηκε στον Τύπο ενώ η αστυνομία δεν ασχολήθηκε το το συμβάν.
Ήταν το 1999, επτά μήνες πριν από τα γενέθλια του δεύτερου παιδιού μου, όταν αναζωπυρώθηκε μέσα μου η αγωνία για την τύχη της μητέρας μου και η ελπίδα ότι μπορεί και να βρίσκεται στη ζωή. Ήμουν μια νέα μαμά , και ένιωθα έντονα την ανάγκη να καταλάβω περισσότερα για το ακριβώς είχε συμβεί στην δική μου μαμά.
Πέρασα ώρες στο τηλέφωνο προκειμένου να εντοπίσω το νέο ντετέκτιβ στον οποίο είχε ανατεθεί η περίπτωσή της , κι όταν τελικά τον βρήκα , κατάφερα να του αναζωπυρώσω το ενδιαφέρον για τις συνθήκες που περιέβαλαν την εξαφάνισή της. Μου είπε πως η αστυνομία πίστευε ότι η μητέρα μου είχε δολοφονηθεί καθώς ένας μάρτυρας είχε ισχυριστεί πως λίγες ώρες πριν από την εξαφάνισή της την είχε δει να τσακώνεται με έναν γνωστό έμπορο ναρκωτικών και κάπως έτσι οι αστυνομικοί συμπέραναν ότι ο έμπορος ναρκωτικών σκότωσε τη μαμά μου και ξεφορτώθηκε τη σωρό της. Μέχρι τότε δεν είχε γίνει τίποτε παραπάνω από προκαταρκτικές έρευνες ενώ στο δωμάτιο του μοτέλ όπου διέμενε, και που σήμερα έχει κατεδαφιστεί, δεν έγιναν ποτέ ενδελεχείς έρευνες. Το πιο συγκλονιστικό από όλα ήταν το ότι ο τελευταίος σύζυγος της μητέρας μου δεν είχε περάσει ποτέ από ανάκριση…
Ένα μήνα αργότερα ο πατριός μου ήταν ο κύριος ύποπτος της παράξενης αυτής υπόθεσης. Συνελήφθη για παραπλάνηση των αρχών καθώς είχε πει σε κάποιον φίλο του ότι είχε δει την μητέρα μου πριν από ένα χρόνο να περπατά αμέριμνη σε κάποιο δρόμο του Σακραμέντο. Κατά την διάρκεια της ανάκρισης υπεβλήθη μάλιστα δύο φορές σε μία μέθοδο ανίχνευσης ψεύδους και βρέθηκε ότι με τα λεγόμενά του προσπαθούσε να εξαπατήσει τις Αρχές. Το μοναδικό πράγμα που οι αστυνομικοί δεν κατάφεραν να αποσπάσουν από εκείνον ήταν η ομολογία του και χωρίς την αποδοχή της ενοχής, ή τ” απομεινάρια της μητέρας μου , δεν υπήρχε καμία περίπτωση να καταδικαστεί.
Θυμάμαι ότι κατά την διάρκεια εκείνων των ημερών είδα ένα όνειρο: την μητέρα μου καθισμένη δίπλα μου κι εμένα να την ρωτώ αν θα ήταν στο πλάι μου όταν θα έφερνα στον κόσμο το δεύτερο παιδί μου. Εκείνη, μου χαμογέλασε για πρώτη φορά, κι ύστερα, άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Επτά μήνες αργότερα, στις 12 Οκτωβρίου του 1999, ακριβώς τέσσερα χρόνια από την ημερομηνία της εξαφάνισης της – ήρθε στον κόσμο το δεύτερο παιδί μου!
Ξέρω ότι η μητέρα μου ήταν εκεί και πως θα είναι πάντα δίπλα μου καθοδηγώντας με στα μονοπάτια της αγάπης με έναν τρόπο που δεν ήταν σε θέση να κάνει όσο βρισκόταν στη ζωή. Ακόμη κι αν δεν πήρα από εκείνη την αγάπη που απελπισμένα αναζητούσα ως παιδί, σήμερα την έχω αγαπήσει, την έχω συγχωρήσει κι ελπίζω ότι μια μέρα θα μάθω την αλήθεια για το τι ακριβώς της συνέβη. Μέχρι τότε δεν θα σταματήσω να την αναζητώ…