Μαμαδοφίλες: Οι καλύτερες φίλες που είχα ποτέ…

mamadofiles

Της Ρομίνας Ξύδα,

Αν ο γιος της δεν ήταν ο κολλητός του γιου μου κι αν η κόρη της δεν ήταν η καλύτερη φίλη της κόρης μου ίσως και να μην μιλούσαμε ποτέ. Δεν έχουμε τίποτα κοινό: ούτε ηλικία, ούτε επάγγελμα, ούτε γνωστούς, ούτε αναμνήσεις από μαθητικά χρόνια και ερωτικά σκιρτήματα.

Στις κουβέντες μας δεν χρησιμοποιούμε ποτέ την λέξη “θυμάσαι;”, στις συναντήσεις μας δεν χαζεύουμε φωτογραφίες συνοδευόμενες από τη φράση “Κοίτα πως μεγαλώσαμε!”, στις μνήμες της μιας δεν υπάρχει πουθενά η άλλη.

Στην πρώτη μας συνάντηση, στο προαύλιο του νηπιαγωγείου, ήμασταν απόλυτα πεπεισμένες ότι δεν έχουμε ανάγκη για καινούριες φιλίες, ούτε χρόνο για γνωριμίες, ούτε κέφι για κουβέντες, μέχρι τη στιγμή που δύο μικρά χεράκια – τα χεράκια των δικών μας παιδιών – μας τράβηξαν πεισματικά από τον μικρόκοσμό μας με την φράση “αυτή είναι η μαμά του καλύτερού μου φίλου, να γίνετε κι εσείς φίλες!” κι επίμονα, σχεδόν απαιτητικά, ένωσαν τις παλάμες μας και τις ζωές μας. Και κατά έναν απροσδιόριστο, ανεξήγητο λόγο, εκείνα τα μικρά πλασματάκια γνώριζαν πως οι μεγάλες μαμάδες θα κολλούσαν μεταξύ τους πολύ περισσότερο απ” όσα κόλλαγαν με τις κολλητές μιας ολόκληρης ζωής!

Ναι. Η μητρότητα δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς τις μαμαδοφίλες ούτε κι εγώ χωρίς τη Ζωή τη μαμά του Σκεύου, τη Λήδα τη Μαμά του Χρήστου, τη Ζωή τη μαμά του Πέτρου, την Μαρία τη μαμά του Νικόλα, την Βάσω την μαμά της Σεμίνας, την Έφη τη μαμά της Σοφίας, τη Ρούλα τη μαμά της Κωνσταντίνας και την Γεωργία τη μαμά της Θεοδώρας. Καμιά από τις παλιές μου φίλες δεν μπορεί να με καταλάβει όσο εκείνες κάθε φορά που υψώνω τη φωνή ή πατάω τα κλάματα από την κούραση, καμιά κολλητή του χθες δεν είναι ικανή να βιώσει τα άγχη του σήμερα όσο εκείνες, καμιά  δεν έχει την δύναμη να με ακολουθήσει στους νέους τρελούς ρυθμούς της μαμαδίστικης ζωής μου.

Με τις μαμαδοφίλες είμαστε τόσο διαφορετικές κι όμως τόσο ίδιες! Τόσο μοναχικά δοσμένες στην προσωπική μας πορεία και τόσα άρρηκτα συνδεδεμένες με όλες εκείνες τις στιγμές όπου στο παιχνίδι της καθημερινότητας μπαίνουν τα παιδιά μας. Τόσο άμαθες για το σωστό και τόσο σοφές για το λάθος, τόσο μεγάλες για παρεξηγήσεις και τόσο μικρές για μεγάλες φιλίες…

Μπροστά στις μαμαδοφίλες είμαι “γυμνή”. Μπορώ να δακρύσω επειδή συγκινήθηκα με την ζωγραφιά της κόρης μου, να ουρλιάξω επειδή “τερμάτισα” από την ακαταστασία του γιου μου, να παραπονεθώ επειδή τσαντίστηκα πάλι με τον άντρα μου. Μπροστά στις μαμαδοφίλες είμαι ελεύθερη. Μπορώ να παίζω με τα παιδιά _ σαν παιδί _, να τραγουδήσω δυνατά, να χορέψω ξυπόλυτη την “Δραπετσώνα” μέχρι τις τρεις τα ξημερώματα, όταν τα μικρά θα σέρνονται από την κούραση σε κρεβάτια, πατώματα και καναπέδες. Μπροστά στις μαμαδοφίλες είμαι έφηβη: μπορώ να πιω ένα ποτήρι παραπάνω, να τους ψιθυρίσω στ” αυτί το μεγάλο μου μυστικό με την ατάκα “μην το πεις όμως πουθενά”, να τους τηλεφωνήσω πανικόβλητη στις 12 το βράδυ για να τις ρωτήσω αν τα παιδιά έχουν αύριο διαγώνισμα ή όχι. Μπροστά στις μαμαδοφίλες είμαι λίγη, κοριτσάκι του δημοτικού που “κλέβει” από τον κόσμο της διπλανής της σκέψεις, ατάκες, όνειρα, και συνταγές για όλα εκείνα που δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να μάθει ποτέ. Από την Ζωή, τη μαμά του Σκεύου, μαθαίνω την αξία του να είσαι υπομονετική και γλυκιά “ο κόσμος να χαλάσει”, κι από τη Λήδα, τη μαμά του Χρήστου, πως “Ά μα πια! Έχουμε κι εμείς τα όρια μας και την ζωή μας”. Από την Έφη, τη μαμά της Σοφίας, κλέβω τα μυστικά της γυναίκας που όλα τα μπορεί φτάνει να το θέλει πολύ. Δίπλα στη Βάσω, τη μαμά της Σεμίνας, νιώθω party animal και κοντά στη Μαρία, τη μαμά του Νικόλα, γυναίκα που μία στο τόσο οφείλει στον εαυτό της να φορέσει λίγο κραγιόν παραπάνω και να βγει για ποτό με τη φιλενάδα της. Αν έχω πονοκέφαλο, θα τηλεφωνήσω στη Ρούλα, τη μαμά της Κωνσταντίνας, που ξέρει τα γιατροσόφια όλου του κόσμου, αν αισθανθώ πως όλα είναι δύσκολα θα κάνω μια κουβέντα με την παντοδύναμη Γεωργία, τη μαμά της Θεοδώρας, που γίνεται χίλια κομμάτια για τις κόρες της χωρίς να παραπονιέται γοερά. Κι αν τολμήσω να αισθανθώ πολύ… business woman θα επανέλθω στην ταπεινή πραγματικότητα από την θεϊκή ατάκα της Ζωής, της μαμάς του Πέτρου: “Δεν με ενδιαφέρει πόση δουλειά έχεις! Αν τολμήσεις και δεν έρθεις σήμερα στο πάρτυ, δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ!”

Ποτέ δεν πίστευα ότι μετά τα σαράντα μου θα έκανα νέες φίλες. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι τα παιδιά μου θα επέλεγαν για μένα τις καλύτερες φίλες της ζωής μου. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα παρακαλάω για την επόμενη “μάζωξη” μας σαν μικρό παιδί. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι ως μαμά θα χόρευα ξυπόλυτη τραγουδώντας karaoke στο γκαζόν κάποιου παιδικού πάρτυ. Ποτέ δεν ένιωσα τόσο ελεύθερη, τόσο χαλαρή, τόσο χαρούμενη όσο δίπλα στις μαμαδοφίλες μου. Και μόνο γι” αυτό, σας ευχαριστώ όλες! Πολύ!

   

Άφησε ένα σχόλιο

*