Του Ανδρέα Δημητριάδη
Το 1874 ο Henry Bergh, ο ιδρυτής και πρόεδρος της κοινότητας για την προστασία των ζώων από τη βία (S.P.C.A.), έμαθε για την κακοποίηση ενός κοριτσιού από τους γονείς του. Χωρίς να υπάρχει καταστατικό σχετικά με την παιδική κακοποίηση, ο Bergh το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να προσλάβει ένα δικηγόρο και να προβεί στο δικαστήριο για να υπερασπιστεί την πεποίθησή του ότι «τα παιδιά πρέπει να θεωρούνται εξίσου άξια προστασίας, όπως οι σκύλοι και οι γάτες».
Η υπόθεση, γνωστή ως «η υπόθεση της μικρής Μαίρη Έλλεν Ουίλσον», κατέληξε στις δικαστικές αίθουσες στις 10 Απριλίου 1874, οδηγώντας στην καθιέρωση της κοινότητας για την προστασία των παιδιών από τη βία (S.P.C.C.). Το 1875 οι 2 κοινότητες ενώθηκαν και σχηματίστηκε η Αμερικανική Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, πρωταρχικός στόχος της οποίας ήταν η προστασία των παιδιών και των ζώων.
Η παιδική κακοποίηση δεν κάνει διακρίσεις. Μπορεί να σχετίζεται με το φύλο, την καταγωγή ή να έχει κοινωνικοοικονομικά αίτια ή δημογραφικά. Παρόλο που συνήθως οι περιπτώσεις αφορούν οικογένειες με χαμηλότερα εισοδήματα, δεν είναι ένα πρόβλημα που αφορά συγκεκριμένες οικονομικές ή φυλετικές κατηγορίες οικογενειών.
Η παιδική κακοποίηση σπάνια εμφανίζεται σαν μεμονωμένο γεγονός. Συνήθως, πρόκειται για ένα σύνολο γεγονότων που ξεκινούν ακόμα και από τη βρεφική ηλικία και φτάνουν ως και την εφηβεία. Τα κακοποιημένα παιδιά συνήθως δεν αντιλαμβάνονται ότι τα πράγματα στην οικογένειά τους δεν είναι φυσιολογικά. Έχοντας μεγαλώσει με αυτά τα πρότυπα, θεωρούν ότι όλα τα υπόλοιπα παιδιά αντιμετωπίζουν τις ίδιες καταστάσεις. Η κακοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή αυτοπεποίθηση, επιθετική συμπεριφορά, προσποιητή συμπεριφορά, αυτοκτονικές τάσεις, τάσεις φυγής, επιφυλακτικότητα προς τους ενήλικες και προβλήματα προσαρμογής στο σχολείο και στην κοινωνία.
Τα κακοποιημένα παιδιά συνήθως έχουν την τάση να συνεργάζονται, να νοιάζονται για τους άλλους, να μεγαλώνουν γρήγορα, να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις από μικρή ηλικία και να τις φέρνουν εις πέρας με επιτυχία, προσπαθώντας να είναι «καλά παιδιά». Επίσης, όμως, παρατούν τον εαυτό τους και απομονώνονται, προσπαθώντας να περνούν απαρατήρητα. Ορισμένες φορές οι έφηβοι εξισώνουν την κακοποίησή τους με την αγάπη, αφού η μόνη προσοχή που λαμβάνουν είναι η βία. Έτσι, ορισμένες φορές οι ίδιοι προκαλούν τους άλλους να τους φερθούν βίαια, ώστε να λάβουν την προσοχή που επιζητούν.
Συχνά τα παιδιά και οι έφηβοι δεν μιλούν για την κακοποίησή τους. Προστατεύουν το άτομο που τα κακοποιεί, βρίσκοντας δικαιολογίες για τους μώλωπές τους. Για αυτό το λόγο, είναι συχνά δύσκολο να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Η ανίχνευση της βίας χρειάζεται προσεκτική παρατήρηση για ορισμένο διάστημα. Είναι πολύ σημαντικό να μην γίνονται βεβιασμένες κινήσεις ως προς την αποκάλυψη, γιατί μια λάθος εκτίμηση μπορεί να είναι καταστροφική για το παιδί.
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην κακοποίηση και την σκληρή συμπεριφορά ως τιμωρία, όταν αυτό είναι απαραίτητο. Τα κακοποιημένα παιδιά μπορεί να κακοποιούνται σωματικά, σεξουαλικά ή συναισθηματικά.
Η σωματική κακοποίηση είναι η πιο εύκολα αναγνωρίσιμη μορφή βίας, αφού θα είναι ορατοί στο σώμα του μώλωπες, καψίματα (πχ από τσιγάρο), δαγκώματα, σπασμένα οστά, σημάδια στο λαιμό του από στραγγαλισμό. Η σωματική κακοποίηση είναι και συναισθηματικώς τραυματική, εκτός από σωματικώς. Η προδοσία που συνδέει το παιδί στο μυαλό του με την έμπιστη φιγούρα του γονέα, μπορεί να είναι καταστροφική. Συνήθως συνοδεύεται από συναισθηματική κακοποίηση και μπορεί να οδηγήσει σε αργή ανάπτυξη, μαθησιακές δυσκολίες, κινητικές δυσκολίες, διανοητικές δυσκολίες ή απώλεια μαλλιών.
Η συναισθηματική κακοποίηση είναι αρκετά δύσκολο να ανιχνευτεί και μπορεί να περιλαμβάνει: βρισιές, γελοιοποίηση, υποβιβασμό, επιδείνωση κάποιου φόβου του παιδιού, καταστροφή προσωπικών αντικειμένων, βασανιστήριο ή θάνατος κατοικιδίου, υπερβολική κριτική, απρέπειες, υπερβολικές απαιτήσεις, αποτροπή επικοινωνίας, εξαθλίωση. Η συναισθηματική κακοποίηση συχνά οδηγεί σε διαταραχές στην ανάπτυξη του παιδιού και στην τάση του να κατηγορεί τον εαυτό του για την βία που υφίσταται, με κατάληξη την εκούσια ανικανότητα, συναισθηματική έλλειψη και υπερβολικά παθητική συμπεριφορά. Η συναισθηματική βία συνήθως συνδυάζεται με άλλες μορφές βίας.
Η σεξουαλική κακοποίηση μπορεί να περιλαμβάνει: απρεπές λεξιλόγιο, πορνογραφία, χάδια, στοματικό σεξ, συνουσία, σοδομισμό. Σε αντίθεση με το τι πιστεύεται, συνήθως ο κακοποιός είναι κάποιος που το παιδί γνωρίζει πολύ καλά. Τα αποτελέσματα αυτής της κακοποίησης είναι πολλά και μπορεί να είναι μόνιμα. Ποικίλουν, από κατάθλιψη και χαμηλή αυτοεκτίμηση ως και πολλαπλές προσωπικότητες και διάφορα μετατραυματικά σύνδρομα.
Να σημειωθεί ότι ο γονέας που είχε κακοποιηθεί σαν παιδί έχει περισσότερες πιθανότητες να κακοποιεί και τα δικά του παιδιά. Επίσης, η κατάχρηση ουσιών αυξάνει τις πιθανότητες. Ο προσδιορισμός και η αναφορά στους αρμόδιους υπάλληλους (αστυνομία, κοινωνικές υπηρεσίες), είναι από τα βασικά στοιχεία ώστε να σπάσει ο κύκλος της κακοποίησης που συνεχίζει να μαστίζει τα παιδιά στις μέρες μας.
Παιδιά με ανεξήγητα τραύματα και αιμορραγία στη γεννητική περιοχή, βρώμικα, που δυσκολεύονται να περπατήσουν ή να κινηθούν, με κακή συμπεριφορά και με περιορισμένη ή ανύπαρκτη γονεϊκή επιτήρηση, πρέπει να μας βάζουν σε σκέψεις σχετικά με το ενδεχόμενο της κακοποίησής τους.