Της Γιώτας Στεφάνου
Μόλις δύο μέρες έχουν περάσει από εκείνους τους καιρούς που τα πρωινά μου ήταν ξέγνοιαστα κι ανέμελα. Τα παιδιά πηγαίνανε σχολείο, η φωλιά άδειαζε στις 7.30 ακριβώς, κι εγώ έμενα στο σπίτι, ένας ευτυχισμένος κούκος, έτοιμος να απολαύσει τις χαρές της μοναξιάς του. Απανωτά καφεδάκια, ατελείωτο χαζολόγημα στην TV, δίωρα αφρόλουτρα, ένας μικρός υπνάκος για να φρεσκαριστεί το πρόσωπο, ένας περίπατος με γρήγορο βήμα για να σφίξουν οι γλουτοί, μία βολτίτσα στα μαγαζιά για τα « απαραίτητα», μερικά, επίσης απαραίτητα, τηλεφωνήματα ( στην μητέρα μου και στην πεθερά μου για να ελέγξω από ποια θα προμηθευόμουν το μεσημεριανό φαγητό), και, λίγο πριν την επιστροφή των παιδιών, ένας γρήγορος καφές με την κολλητή μου στη βεράντα, όπου παρηγορούσαμε η μία την άλλη για το βάρβαρο πρωινό μας ξύπνημα. (Τόσο κουρασμένες γυναίκες ήμασταν, γιατί δεν κάνανε κάτι για το ωράριο του σχολείου, εδώ μελέτες έδειξαν πως ο άνθρωπος δεν αποδίδει πριν τις δέκα το πρωί, κλπ).
Στις 3μμ, υποδεχόμουν τα παιδιά με ενθουσιασμό και αφού σερβίριζα με διπλό ενθουσιασμό το φαγητό της μαμάς/πεθεράς στα πιάτα, έτρεχα με τριπλό ενθουσιασμό να υποδεχτώ την κυρία που κάνει μπέιμπι σίτινγκ – δεν ξέρω αν το ανέφερα, δουλεύω τα απογεύματα, τρεις με εννιά, εκεί μας κατάντησε ο φεμινισμός, όλη μέρα να τρέχουμε και το απόγευμα να πηγαίνουμε στη δουλειά…
Στις 9μμ γυρνούσα κατάκοπη στο σπίτι και ανέθετα τη βραδινή προετοιμασία των παιδιών στον μπαμπά τους – δεν ξέρω αν το ανέφερα, ο άντρας μου έχει πρωινή δουλειά- διότι είχα ξύπνημα στις 7 το πρωί και έπρεπε να ξαπλώσω νωρίς ( εκεί μας κατάντησε ο φεμινισμός όλη μέρα να τρέχουμε, και το βράδυ να κοιμόμαστε με τις κότες για να ξυπνήσουμε στις 7 το πρωί) Ξάπλωνα στο κρεβάτι ευτυχισμένη (αν και κατάκοπη) χαζεύοντας τις βραδινές εκπομπές, πίνοντας πάντα ένα καλό μπράντι, καπνίζοντας ένα πούρο (έχει και τα καλά του ο φεμινισμός), κάνοντας αγνά σχέδια για το που θα ξόδευα το πρωινό μου οκτάωρο μετά το βάρβαρο πρωινό ξύπνημα. Γιατί, ναι, ήταν βάρβαρο αυτό το ξύπνημα, ας σταματούσε επιτέλους…
Δακρύζω τώρα από την νοσταλγία, έτσι είναι ο άνθρωπος, εκτιμά μόνο αυτά που χάνει.Αλλά είναι γνωστό σε όλους πως τον γκρινιάρη τον άνθρωπο, δεν τον αγαπάει ούτε ο Θεός. Πολύ περισσότερο δε τον γκρινιάρη τον άνθρωπο που δεν έχει διαβάσει Κοέλιο ( διότι είναι υπερεκτιμημένος και γεμάτος τσιτάτα). Γιατί αν είχα διαβάσει Κοέλιο, όπως όλοι, θα ήξερα πως όταν ευχηθείς κάτι, το σύμπαν συνωμοτεί να στο φέρει. Και το σύμπαν είπε: Όχι πια αγουροξυπνήματα σε αυτήν την ταλαιπωρημένη γυναίκα!
Κι εκεί άρχισαν όλα… Δακρύζω πάλι, τι χάλια είναι αυτά, μόλις ευχηθείς κάτι, τσουπ, τρέχουν τα σύμπαντα να το κάνουν, πίτσα παραγγέλνεις και κάνει περισσότερη ώρα να ‘ρθει, κι έτσι ήρθαν οι διακοπές του Πάσχα, γρήγορα, πολύ γρήγορα, σαν παραγγελία…
Nαι, εδώ και δύο μέρες ξυπνώ στις 10πμ και εδώ τελειώνουν τα καλά νέα. Τους παλιούς καλούς καιρούς εκείνη την ώρα έπαιρνα το αφρόλουτρο μου. Τώρα, τα παιδιά με υποχρεώνουν να τηγανίσω αυγά με μπέικον, να στύψω πορτοκάλια, να αλείψω φρυγανιές. Στις 11πμ ( την ώρα του beauty sleep) πλένω πλέον πιάτα και τηγάνια, φορώντας μαύρο σοσόνι και αντρική παντόφλα, σαν τη Λάσκαρη στον Κατήφορο. Στις 11.15 αρχίζει το πρώτο « βαριέμαι» Κάνω την πάπια και κερδίζω ένα πεντάλεπτο. Στις 11,20 το «βαριέμαι» αυξάνει σε ντεσιμπέλ και απαιτεί ανακούφιση. Δεν μπορώ να κάνω πλέον την πάπια και λέω: « Τι θέλετε να κάνουμε;» Απαντούν: «Να μας πας στο πάρκο!» Στις 11.30 ζώνομαι με τσάντες, νερά, ποδήλατα και τοστ και πάμε στο πάρκο. Κάτω από τα μαύρα μου γυαλιά, τα μάτια μου είναι βουρκωμένα. Γυρίζω πάνω κάτω το πάρκο, κουνάω κούνιες, βοηθάω στις τσουλήθρες, συνοδεύω τη βόλτα με το ποδήλατο, τα πάω για πιπί στις τουαλέτες, τους πλένω τα χέρια, τα πάω για « κακά» στις τουαλέτες, λέω «προσοχή στη σφήκα», τρέχω για αμμωνία στο φαρμακείο, γιατί τα τσίμπησε η σφήκα, πλένω τα χεράκια από τα χώματα, μαλώνω με την μαμά που μας έκλεψε το φτυαράκι, μαλώνω με την παραδίπλα μαμά που λέει πως «τα δικά της λατρεύουν το ψάρι», μαλώνω με την πίσω μαμά που δεν κάνει εμβόλια στα παιδιά, μαλώνω με τον περιπτερά που τα κέρασε παγωτό που έχει από πέρσι στο ψυγείο, μαλώνω στο τηλέφωνο με τον άντρα μου που λείπει στη δουλειά ( πώς τολμάει να με αφήνει μόνη;), μαλώνω με τη μητέρα μου που λέει : «Ας μαγειρέψει μία φορά και η πεθερά», μαλώνω με την πεθερά που λέει: «Πάλι δεν μαγείρεψε η μάνα σου;»
Κι αν και έχω κάνει τόσες δουλειές, όταν κοιτάω το ρολόι η ώρα είναι μόλις 12.30. Τα παιδιά έχουν βαρεθεί το πάρκο, θέλουν να πάνε σε ένα mall. Τα ανεβάζω στο αυτοκίνητο, τα πάω, παρκάρουμε με δυσκολία, ανεβοκατεβαίνουμε σκάλες και ασανσέρ, μπαινοβγαίνουμε σε καταστήματα – όπου ξοδεύουν όλον τον μισθό μου σε « απαραίτητα»- και παρόλο που έχω κάνει τόσες δουλειές η ώρα είναι μόλις 13.30 ( δύο αιωνιότητες δηλαδή και μία μέρα ώσπου να τα παραδώσω στην νταντά). Τα παιδιά πεινάνε – διότι έχουν ασυνείδητες γιαγιάδες που τρέχουν στις εκκλησίες, αντί να μαγειρέψουν. Τα βάζω σε ένα φαστ φουντάδικο και τρώνε τόνους τηγανητές πατάτες, και όταν κοιτάω το ρολόι η ώρα είναι μόλις 13.40. Τα παιδιά θέλουν να πάνε στα Αηδονάκια. Τα φορτώνω, τα πηγαίνω, τα ανεβοκατεβάζω στα τρενάκια και στις βαρκούλες, τους παίρνω ποπ κορν, και ενώ έχω κάνει τόσες δουλειές, η ώρα είναι μόλις 14.15. Τα παιδιά βαριούνται, θέλουν να πάνε σπίτι, να καλέσουν κανά φίλο. Γυρίζουμε σπίτι, καλούμε τους φίλους, τα παιδιά καταστρέφουν με τους φίλους το σαλόνι, ξεριζώνουν τα ηλεκτρολογικά, διαλύουν τα υδραυλικά, αλλά εγώ είμαι ήρεμη γιατί μόλις σε μισή ώρα θα χτυπήσει το κουδούνι η νταντά. Στις 3μμ το κουδούνι δεν χτυπάει, το ξέχασα, έχω δώσει άδεια στην νταντά λόγω Πάσχα. Πριν η απελπισία με κατακλύσει, θυμάμαι πως έχω απογευματινή δουλειά και ντύνομαι χαρωπή, αλλά, ουπς, θυμάμαι -με έναν πόνο στην καρδιά- πως το αφεντικό μου έδωσε πασχαλινή άδεια, «για να είμαι με τα παιδιά». Στις 4μμ τα παιδιά γκρεμίζουν το υπόλοιπο σπίτι, βασανίζουν τη γάτα, τρίβουν την Μερέντα στα χαλιά, καταστρέφουν το κομπιούτερ, μου ζητάνε να πάμε εκκλησία γιατί τους αρέσουν «τα εφέ με τα κεριά», και παρόλο που έχω κάνει τόσες δουλειές και τόσα θελήματα, όταν γυρίζουμε από την εκκλησία η ώρα είναι μόλις 7μμ. Τα παιδιά ξανατρώνε, τα παιδιά χωνεύουν και μετά ξανατρώνε, αλλά όταν τρίβω τα κατσαρολικά, και κοιτάω το ρολόι η ώρα είναι μόλις 9μμ. Τα παιδιά ακούν μουσική στη διαπασών, τα παιδιά γκρεμίζουν όλη την πόλη, τα παιδιά γκρεμίζουν τη χώρα, τα παιδιά γκρεμίζουν τη γη, κι ενώ έχουν κάνει τόσες ζημιές όταν κοιτάω το ρολόι η ώρα είναι μόλις 10μμ.
Κλείνομαι στην κρεβατοκάμαρα και κλαίω γοερά.
Eκεί μας κατάντησε ο φεμινισμός, να νοσταλγώ τόσο τη δουλειά, να νοσταλγώ τόσο το σχολείο για να αφιερώνομαι εγώ στη δουλειά… Να νοσταλγώ τόσο τη δουλειά και να μην μπορώ να απολαύσω ως μητέρα τα τρυφερά μου αγγελούδια…
Πηγή: themamagers.gr