Υπόθεση δολοφονίας Κώστα Πολύζου και το ψυχο-εγκληματικό προφίλ γυναικών που δολοφονούν τα παιδιά τους
Της Αγγελικής Καρδαρά
Λέκτορα Δημοσιογραφίας (CPJ Athens/University of Wolverhampton) –Συνεργάτιδα Πανεπιστημίου Αθηνών
Σύμφωνα με πρόσφατα στατιστικά στοιχεία της αστυνομίας, η γυναικεία παραβατικότητα στη χώρα μας, η οποία βρισκόταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, παρουσιάζει σημαντική αύξηση. Άξιο επισημάνσεως είναι ότι η συγκεκριμένη αύξηση αφορά και εγκλήματα βιαιότητας, όπως ανθρωποκτονίες, στις οποίες παραδοσιακά οι γυναίκες δεν εμπλέκονταν. Αυτό αποτελεί ένα στοιχείο που οφείλει να αξιολογηθεί ερευνητικά και να μελετηθεί περαιτέρω, σε συνάρτηση με την γενικότερη κοινωνική και οικονομική κρίση.
Η υπόθεση δολοφονίας του νεαρού Κώστα Πολύζου, η οποία εξιχνιάστηκε πριν από λίγες εβδομάδες μπορεί να θεωρηθεί ως μια υπόθεση “ακραίας εγκληματικότητας” δεδομένου ότι το έγκλημα ήταν ειδεχθές,ενώ η ίδια η μητέρα και ο πατριός του νεαρού φέρονται ως οι δράστες του εγκλήματος. Αναμφίβολα, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον η απεικόνιση του ψυχο-εγκληματικού προφίλ της μάνας που φτάνει στο σημείο να δολοφονήσει το ίδιο της το παιδί.
Η έρευνα σε εθνικό και διεθνές επίπεδο σχετικά με το προφίλ γυναικών που δολοφονούν τα παιδιά τους εντοπίζει ως κύριο κίνητρο της εγκληματικής τους δράσης την προσπάθειά των μητέρων να τα “λυτρώσουν” από έναν πραγματικό ή εικονικό πόνο. Λειτουργούν ως το “χέρι της θείας δίκης”, αναλαμβάνοντας να παίξουν το ρόλο του Θεού, Τον οποίο μάλιστα συχνά επικαλούνται. Ο κύριος σκοπός τους με τη διάπραξη του εγκλήματος είναι να διορθώσουν μια “αδικία της φύσης”, γιατί σύμφωνα με την δική τους κοσμοθεωρία το παιδί που υποφέρει από κάποιο σωματικό πόνο ή αντιμετωπίζει κάποια ψυχολογική διαταραχή ή ψυχιατρική ασθένεια δεν πρέπει να ζει, βάσει της λογικής ότι και το ίδιο υποφέρει, αλλά και αποτελεί “στίγμα” για την οικογένειά του. Στοιχεία που, ωστόσο, απουσιάζουν εντελώς από την παραπάνω υπόθεση. Εδώ φέρεται να έχουμε μια κυνική δολοφονία, με οικονομικές σκοπιμότητες.
Σε έρευνα που είχα πραγματοποιήσει στο παρελθόν στο Τμήμα ΕΜΜΕ του Παν/μίου Αθηνών, στο πλαίσιο της οποίας είχα προβεί σε συσχετισμό της Φόνισσας,της μυθιστορηματικής μορφής του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με πραγματικές γυναικείες ψυχο-εγκληματικές μορφές, είχα εντοπίσει τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές παραδείγματα που έχουν ως κύριο κίνητρο εγκληματικής δράσης τη “λύτρωση από τον πόνο”.
Ενδεικτικά αναφέρω τις ακόλουθες περιπτώσεις: μια 53χρονη βρετανίδα μητέρα συγκλόνισε την κοινή γνώμη όταν δολοφόνησε και τα δύο σωματικά και πνευματικά ανάπηρα παιδιά της. Η μέθοδος τέλεσης του εγκλήματος ειδεχθής: τους έριξε μεγάλη ποσότητα υπνωτικού στο φαγητό τους και αφού αποκοιμήθηκαν τα έπνιξε με το μαξιλάρι. Το αξιοσημείωτο της υπόθεσης είναι ότι η εν λόγω μητέρα προέβη στη διπλή δολοφονία μετά από 23 ολόκληρα χρόνια συνεχούς φροντίδας και αυταπάρνησης. Όπως η ίδια δήλωσε με το τέλος της δικαστικής διαδικασίας που την καταδίκασε σε 3 χρόνια περιορισμό: “Τη νύχτα της 20ης Οκτωβρίου του 1999 είχα φτάσει σε σημείο κατάρρευσης. Πίστευα όλα αυτά τα χρόνια ότι ήμουν δυνατή, αλλά πια είχα καταρρεύσει”.
Στις 2/07/2011 ενημερωθήκαμε από τα μίντια ότι μία 50χρονη γυναίκα, μητέρα συνολικά τεσσάρων παιδιών, στραγγάλισε τον 11χρονο γιο της με μία ζώνη, για να τον προστατεύσει όπως είπε από τον κοινωνικό ρατσισμό, επειδή ήταν αυτιστικός. Στην ομολογία της στο δικαστήριο δήλωσε τα εξής: “Γελούσε τη στιγμή που τον σκότωνα. Τότε κατάλαβα ότι ήταν ευτυχισμένος. Έπρεπε να το κάνω. Στον παράδεισο θα σταματήσει να είναι δακτυλοδεικτούμενος. Τον σκότωσα γιατί φοβόμουν για το ποιος θα τον φρόντιζε”. Η 50χρονη γυναίκα μετά την πράξη της προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή της, κόβοντας της φλέβες της. Το δικαστήριο αποφάσισε να την αφήσει ελεύθερη, καθώς έκρινε ότι είναι ψυχικά άρρωστη.
Επίσης, παγκοσμίως καταγράφονται περιπτώσεις γυναικών που σκοτώνουν απολύτως υγιή παιδιά, για να τα “γλιτώσουν”, πάλι όπως οι ίδιες πιστεύουν, από κάποια “ατιμία”. Σύνηθες παράδειγμα αποτελούν οι μητέρες –κυρίως σε κλειστές κοινωνίες- που σκοτώνουν τις ανύπαντρες κόρες τους που περιμένουν παιδί. Στην Ηλεία μία μάνα δηλητηρίασε την μόλις 21 έτους ανύπαντρη έγκυο κόρη της, με τη δικαιολογία: “Έχω δύο ακόμα ανύπαντρα κορίτσια και δεν θα δεχόταν κανείς να τα παντρευτεί, αφού προέρχονται από μία ατιμασμένη οικογένεια. Έπρεπε να ξεπλύνω την ντροπή και ζητώ η κοινωνία και ο Θεός να με συγχωρέσουν”.
Στις 12 Απριλίου του 1997 μία κοπέλα 19 ετών έγινε μητέρα χωρίς τη θέλησή της. Τα συναισθήματα ενοχής, ντροπής και φόβου για την αντίδραση των γονιών της και την κοινωνική κατακραυγή υπερίσχυσαν της μητρικής αγάπης και την οδήγησαν στην παιδοκτονία. Μόνη της έφερε στον κόσμο το παιδί της, το οποίο γέννησε στο μπάνιο του σπιτιού της και αφού έκοψε πρόχειρα μ’ ένα ψαλίδι τον ομφάλιο λώρο πέταξε το νεογέννητο κοριτσάκι της στο φωταγωγό της πολυκατοικίας.
Μία άλλη συγκλονιστική περίπτωση που διαδραματίστηκε στην Αθήνα αφορά μία 42χρονη μάνα δύο παιδιών, ενός αγοριού και ενός κοριτσιού, από την Τασκένδη. Σκότωσε την μόλις 15 ετών κόρη της, με τη δικαιολογία: “Ήταν ατίθασο παιδί. Όλο προβλήματα προκαλούσε. Δεν με άντεχε και εγώ δεν άντεχα άλλο. Είχε πάρει τον κακό δρόμο. Αργούσε να επιστρέψει τα βράδια σπίτι και εγώ δεν μπορούσα να την τραβήξω από τις παρέες”.
Η μέθοδος που χρησιμοποιείται, κατά κανόνα, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ο πνιγμός ή η δηλητηρίαση. Άξιο επισημάνσεως είναι ότι αυτές οι γυναίκες συχνά έχουν ανώτερο κοινωνικο-οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο. Αυτό που κατ’ ουσίαν συμβαίνει είναι ότι έχουν εσωτερικεύσει στο μέγιστο βαθμό κοινωνικά στερεότυπα άκρως συντηρητικά, όπως π.χ. ότι ένα παιδί με ειδικές ικανότητες ή ένα παιδί εκτός γάμου είναι στίγμα για την οικογένειά του. Η ζωή των γυναικών που προβαίνουν σε τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις καθορίζεται απόλυτα από τον ασφυκτικό κλοιό των “μη” και “πρέπει” που επιβάλλει η κοινωνία. Οπότε, όσο παράδοξο κι φαίνεται, επιλέγουν το θάνατο από μία ζωή “ατιμασμένη”, όπως εκείνες την θεωρούν. Δυστυχώς, ανάλογες υποθέσεις λαμβάνουν χώρα συχνά και το ερώτημα που τίθεται είναι ποια είναι η ευθύνη της κοινωνίας και ο ρόλος της οργανωμένης Πολιτείας στον τομέα της πρόληψης και στο πλαίσιο της αντεγκληματικής πολιτικής που πρέπει να ασκείται από τους εγκληματολόγους.
Ωστόσο, η υπόθεση Πολύζου είναι πολύ διαφορετική. Η φερόμενη ως δράστιδα μητέρα δεν επιδιώκει να απαλλάξει το παιδί της από κάποιο σωματικό ή ψυχικό πόνο, αλλά μέσα από το θάνατό του επιδιώκει να κερδίσει η ίδια τα μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη. Το γεγονός αυτό προβληματίζει έντονα και προκαλεί ερωτηματικά για την ψυχοσύνθεση της γυναίκας αυτής που φέρεται να δολοφόνησε το ίδιο της το παιδί για οικονομικούς λόγους.
Επίσης, το παραπάνω έγκλημα, θα έλεγα, ότι δυστυχώς “εγκαινιάζει” μια νέα εποχή στην εγκληματικότητα στη χώρα μας, δεδομένου ότι ενώ η οικογένεια αποτελούσε πάντα τον πυρήνα και το θεμέλιο της ελληνικής κοινωνίας, πλέον βλέπουμε να σπάει αυτός ο συνεκτικό δεσμός και μια μητέρα να διαπράττει ένα στυγερό έγκλημα εις βάρος του παιδιού της. Ένα έγκλημα, μάλιστα, που για χρόνια προσπαθούσε να καλύψει με κάθε τρόπο.
Αναμφίβολα, πρόκειται για μια σοβαρή υπόθεση, την έκβαση της οποίας θα παρακολουθήσουμε.