Της Μαρίας Παυλοπούλου
Το σκέφτηκα πολύ πριν γράψω αυτή την εξομολόγηση.
Ζύγισα τα κατά («θα σε σχολιάσουν», «θα τρομάξεις ίσως κάποιες φίλες», «θα σε πουν υπερβολική»…)
Ζύγισα και τα υπέρ («κάποιες άλλες φίλες θα ταυτιστούν μαζί σου», «άλλες θα νιώσουν τυχερές που δεν έζησαν κάτι αντίστοιχο»…)
Ας ξεκινήσω με την εξής δήλωση: το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν γέννησα την Αρετούσα και ο μαιευτήρας την άφησε στα χέρια μου δεν ήταν ότι είμαι ερωτευμένη μαζί της. Εκείνη τη στιγμή αλλά και για όλες τις μέρες που βρισκόμουν στο μαιευτήριο, αυτό που αισθανόμουν για το μικροσκοπικό πλασματάκι ήταν στοργή και αγάπη. Όμως στην ίδια ακριβώς «ποσότητα» που θα την ένιωθα για οποιοδήποτε μωρό. Είτε ήταν το δικό μου, είτε της διπλανής, είτε ήταν λευκό, είτε μαύρο, είτε υγιές, είτε όχι, είτε αρτιμελές, είτε ανάπηρο.
Τα συναισθήματά μου απέναντι στην κόρη μου άρχισαν να παίρνουν μορφή και να σχηματίζονται μέσα μου σιγά-σιγά και βασανιστικά μπορώ να πω. Οι πρώτοι τέσσερις μήνες ήταν για εμένα πάρα πολύ δύσκολοι. Δεν έφταιγε το ξενύχτι. Δεν έφταιγε η κούραση. Και τρεις νταντάδες να είχα στο σπίτι, το ίδιο εξαντλημένη θα ένιωθα. Εξαντλημένη ψυχικά…
Το λένε επιλόχειο κατάθλιψη.
«Κατάθλιψη»… Η λέξη τριγύριζε μέσα στο μυαλό μου σαν ενοχλητική μύιγα κι εγώ τρομοκρατημένη στην ιδέα και μόνο ότι μου συνέβαινε κάτι τέτοιο, την έδιωχνα. Δεν είχα το δικαίωμα να νιώθω έτσι.
Έπρεπε να είμαι χαρούμενη.
Έπρεπε να είμαι ευγνώμων.
Έπρεπε να είμαι δυνατή για το μωρό που μόλις είχα αποκτήσει.
Έπρεπε να χαμογελάω.
Έπρεπε να απαντάω «ναι» κάθε φορά που με ρωτούσαν αν νιώθω ευτυχισμένη και ολοκληρωμένη τώρα πια.
Αυτό το «έπρεπε» με βασάνισε τρομερά. Με παίδεψε. Με έκανε άλλον άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που δεν αναγνώριζα όταν κοιταζόμουν στον καθρέφτη.
Τότε ήταν που άρχισα να βάζω χρονικά όρια στον εαυτό μου. Ήταν μια μέθοδος αυτοάμυνας για εμένα.
«Όταν σταματήσω να θηλάζω, θα νιώθω πιο ξεκούραστη.»
«Όταν το μωρό μου χαμογελάσει και αρχίσει να επικοινωνεί μαζί μου, θα νιώσω καλύτερα.»
«Όταν αρχίσω να δουλεύω και να βγαίνω από το σπίτι, θα συνέλθω».
«Όταν η μικρή αρχίσει να κοιμάται σερί τα βράδια, όλα θα μπουν σε ρυθμό».
Και τα όρια άρχισαν ένα-ένα να καταρρέουν διαψεύδοντας τις ελπίδες μου και αφήνοντάς με όλο και πιο απογοητευμένη και θυμωμένη με τον ίδιο μου τον εαυτό.
Το λένε επιλόχειο κατάθλιψη.
Μου πήρε τέσσερις μήνες να το παραδεχτώ και όταν το έκανα ένιωσα ταυτοχρόνως ανακούφιση και πανικό. Μπορούν να συνδυαστούν αυτά τα δύο; Κι όμως μπορούν…
Το λένε επιλόχειο κατάθλιψη.
Και είναι κάτι στο οποίο βουλιάζεις, κάτι που σε παραλύει, κάτι που στραγγίζει το μέσα σου από κάθε αίσθημα χαράς. Τίποτα δεν έχει νόημα κι εσύ νιώθεις να αιωρείσαι στο κενό. Τρομακτικό… Τόσο τρόμο δεν έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου.
Ο πανικός των πρώτων ημερών έδωσε τη θέση του στο «και τώρα τι κάνουμε;» Παρά την εύθραυστη ψυχολογική μου κατάσταση ένιωσα την επιθυμία να το αντιμετωπίσω. Έπρεπε και ήθελα να το νικήσω. Εγώ που έβλεπα τη χαρά ακόμη και σ’ ένα λουλουδάκι, πώς ήταν δυνατόν τώρα να μη βρίσκω νόημα σε τίποτα; Αρχικά επισκέφτηκα ψυχολόγο. Η διάγνωσή της που απλά επιβεβαίωσε ότι πάσχω από επιλόχειο κατάθλιψη με τρόμαξε αρχικά. Ύστερα όμως σκέφτηκα το ρήμα που είχε χρησιμοποιήσει. «Πάσχεις». Που σημαίνει ότι μου συνέβαινε κάτι βιολογικό. Δεν είναι θέμα αδυναμίας χαρακτήρα. Δεν είναι απλώς ψυχολογικό. Είναι ορμονικό. Είναι μια ασθένεια που σε κάποιες μορφές της – στις περισσότερες υποπτεύομαι – χρήζει φαρμακευτικής αγωγής.
Το πρώτο που έκανα ήταν να μιλήσω στον άντρα μου με ειλικρίνεια. Πόσο τυχερή ένιωσα όταν βεβαιώθηκα ότι θα είχα τη στήριξη και την κατανόησή του…
Το δεύτερο ήταν να αφεθώ με εμπιστοσύνη στα έμπειρα χέρια της εξειδικευμένης πλέον γιατρού. «Ψυχίατρος»… Άλλη μια λέξη ταμπού. Άλλος ένας σκόπελος να ξεπεραστεί. Μια εξαιρετική γυναίκα και επαγγελματίας. Δεν ήταν εύκολο. Έπρεπε να παραδεχτώ πολλά μέσα μου. Και δεν μου άρεσαν. Με φόβιζαν. Με τρόμαζε ο «δρόμος» που είχα να διανύσω.
Το τρίτο ήταν να ενημερώσω την οικογένειά μου. Έπρεπε να ξέρουν γιατί δεν άντεχα πλέον να κρύβομαι και να υποκρίνομαι. Εξάλλου χρειαζόμουν και τη δική τους βοήθεια. Και τη βρήκα.
Το τέταρτο ήταν να παραδεχτώ δυο πράγματα: «Δεν φταίει η κόρη μου γι’ αυτό που περνάω» και «Δεν φταίω εγώ γι’ αυτό που περνάω».
Ο καιρός πέρασε με τα αναμενόμενα και εξαντλητικά σκαμπανεβάσματα. Ήταν δύσκολος ο δρόμος. Δύσκολοι μήνες. Σίγουρα κάτι το οποίο δεν θέλω να ξαναζήσω. Σίγουρα κάτι το οποίο εύχομαι να μην ζήσει καμία γυναίκα. Σίγουρα όμως κάτι που νικιέται. Είναι μια αρρώστια, μια ακόμη αρρώστια που θέλει τη γιατρειά της. Και υπάρχει γιατρειά. Αρκεί να μην εγκλωβίσεις τον εαυτό σου στα ταμπού και στη ντροπή.
Αυτή μου η εξομολόγηση δεν ξέρω πού απευθύνεται. Ειλικρινά… Ίσως να απευθύνεται στις γυναίκες και φίλες που πιθανόν να «βλέπουν» κάτι από τον εαυτό τους σε αυτή. Σίγουρα πάντως απευθύνεται στις μητέρες, στις πεθερές, στις αδελφές, στους συζύγους, στους φίλους που «βλέπουν» σε αυτές τις γραμμές κάτι που τους θυμίζει την κόρη τους, την γυναίκα τους, την αδελφή τους, τη φίλη τους. Για όλους εσάς λοιπόν…
Μην πείτε «τώρα είσαι μαμά. Πρέπει να είσαι δυνατή για το παιδί» γιατί είναι και η ίδια ένα παιδί αυτή τη στιγμή και σ’ έχει ανάγκη.
Μην πείτε «τώρα έπρεπε να είσαι πανευτυχής» γιατί οι τύψεις θα τη βυθίσουν ακόμη περισσότερο σ’ αυτό που τη βασανίζει.
Μην πείτε «μη γίνεσαι υπερβολική» γιατί έχετε μπροστά σας μια γυναίκα που κι η ίδια είναι θυμωμένη με τον εαυτό της γιατί δεν τον αναγνωρίζει πια.
Μην πείτε «προσπάθησε να μην κάνεις μαύρες σκέψεις» γιατί νομίζω πως κανείς δεν κατάφερε να νικήσει το μυαλό και την ψυχή του, τουλάχιστον όχι εύκολα και αβασάνιστα.
Μην πείτε «βγες μια βόλτα» γιατί μπορεί να μην νιώθει δυνατή και ικανή ούτε καν για αυτό.
Όλες οι γυναίκες που βρεθήκαμε αντιμέτωπες με την επιλόχειο κατάθλιψη θέλουμε κατανόηση, κανάκεμα, στήριξη, κουβέντα. Θέλουμε έναν ώμο να κλάψουμε, ένα αυτί να του ψιθυρίσουμε όλα όσα μας φοβίζουν.
Και μην ξεχνάτε…δεν χρειαζόμαστε κάποιον να πηγαίνει μπροστά και να μας τραβάει απ’ το χέρι για να βγούμε απ’ το σκοτάδι. Έχουμε ανάγκη κάποιον που θα μας πάρει απ’ το χέρι και θα κάνει αυτό το «ταξίδι» δίπλα μας, μαζί μας, βήμα βήμα. Όσο κουραστικό κι αν είναι. Όσο κι αν κρατήσει. Γιατί αυτό το «ταξίδι» έχει τέλος.
Και για να κλείσω κάπως συμβολικά… Το δικό μου «ταξίδι» μου θύμισε τα Σκόπια. Τα επισκέφτηκα πριν κάποια χρόνια και θυμάμαι ότι γυρνώντας είχα σκεφτεί ότι ήταν η πιο άσχημη πόλη στην οποία πήγα ποτέ. Όμως ήταν ένα ακόμη ταξίδι. Και καθώς γυρίζαμε από το αεροδρόμιο και στρίψαμε επιτέλους στο δρόμο του σπιτιού μας θυμάμαι πως σκέφτηκα «Χριστέ μου σε τι όμορφη πόλη ζω…!»
πηγή: talcmag.gr