Πολύ συχνά διαβάζουμε άρθρα που μας δίνουν συμβουλές για το πώς να μην πληγώνουμε τα παιδιά με τη συμπεριφορά μας. Σε αυτό το άρθρο, η Janice Webb που ειδικεύεται στην Κλινική Ψυχολογία, μας μιλάει για κάτι διαφορετικό: μας εξηγεί πώς πληγώνουμε τα παιδιά μας αγνοώντας ή υποτιμώντας τα συναισθήματα και τις ανάγκες τους, κάτι που με δύο λόγια οι ψυχολόγοι ονομάζουν «συναισθηματική παραμέληση».
Τι είναι η συναισθηματική παραμέληση
Ο όρος δεν αναφέρεται μόνο στη σχέση γονιού- παιδιού αλλά και σε κάθε είδους σχέση, στην οποία το ένα από τα δύο μέρη δεν συνυπολογίζει το άλλο. Στη δική μας περίπτωση, πρόκειται για την ανικανότητα των γονιών να κατανοήσουν και να ανταποκριθούν στις ανάγκες και τα συναισθήματα των παιδιών τους.
Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα συμπεριφοράς συναισθηματικής παραμέλησης από την πλευρά των γονιών, είναι:
– το παιδί γυρίζει από το σχολείο στενοχωρημένο και κανείς από τους δύο γονείς δεν το παρατηρεί ούτε το ρωτάει τι έχει
– το παιδί έχει επιπληχθεί από τον δάσκαλο λόγω κακής συμπεριφοράς την ώρα του μαθήματος, όμως οι γονείς κρίνουν ότι δεν χρειάζονται να συζητήσουν το θέμα μαζί του, αφού το σχολείο ήδη το τιμώρησε
– το παιδί κλαίει και οι γονείς του δεν το παρηγορούν ή το επιπλήττουν
– το παιδί παίρνει την πρωτοβουλία να εκφράσει τη στενοχώρια ή τη δυσαρέσκειά του και οι γονείς του του λένε να συγκρατείται γιατί θα θεωρηθεί αδύναμος.
Ποιες είναι οι συνέπειες της συναισθηματικής παραμέλησης στην ψυχολογία των παιδιού
Αν και μπορεί να σας φαίνεται κάτι ανάξιο λόγου, οι συνέπειες της συναισθηματικής παραμέλησης στην ψυχολογία των παιδιών είναι σημαντικές και μπορεί να επηρεάσουν την ενήλικη ζωή τους.
Δεν μαθαίνουν να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους
Μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι γονείς υποτιμούν τα συναισθήματά τους και ο μόνος τρόπος να αντεπεξέλθουν είναι να κρύβουν το πώς νιώθουν ακόμα κι από τον ίδιο τους τον εαυτό. Μαθαίνουν ότι δεν είναι σωστό να χαίρονται, να στενοχωριούνται, να νευριάζουν και έτσι δεν τους δίνεται η ευκαιρία να ωριμάσουν συναισθηματικά και να μάθουν πώς να διαχειρίζονται τα ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα.
Δεν ανοίγονται εύκολα σε άλλα άτομα
«Μην λες στους άλλους πώς νιώθεις. Θα φανείς αδύναμος και θα το χρησιμοποιήσουν εναντίον σου». Ένα παιδί που δεν μαθαίνει να εμπιστεύεται, να εκφράζει το πώς νιώθει και να ζητάει βοήθεια όποτε τη χρειάζεται, απομονώνεται, κλείνεται στον εαυτό του και δεν μπορεί να ανοιχτεί εύκολα σε καινούρια άτομα. Θεωρεί ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για το πώς νιώθει ή ότι θα γίνει βάρος, αν αποφασίσει να μιλήσει σε κάποιον.
Γίνονται υπερευαίσθητοι χαρακτήρες
Τα παιδιά που μεγαλώνουν μ’ αυτόν τον τρόπο έχουν την τάση να κατακρίνουν τον ίδιο τους τον εαυτό, όταν νιώθουν κάτι που «δεν πρέπει», όπως τους έμαθαν οι γονείς τους. Κατά συνέπεια κατηγορούν τα συναισθήματά τους, γίνονται αυστηροί με τον εαυτό τους και υπερευαίσθητοι χαρακτήρες.
Συνηθίζουν στη μοναξιά
Όλα τα παραπάνω καταλήγουν σε ένα δυσάρεστο συμπέρασμα: τα παιδιά αυτά, όχι μόνο μαθαίνουν να είναι μόνα τους, αλλά συνηθίζουν τη μοναξιά σ’ αυτή την τόσο τρυφερή ηλικία, γιατί οι γονείς τους απέτυχαν να τους δείξουν ότι είναι δίπλα τους.
Οι περισσότεροι γονείς μπορεί να είμαστε υπόλογοι μιας τέτοιας συμπεριφοράς έστω και μια φορά στη ζωή μας. Ωστόσο το σημαντικό είναι να μην παρασυρόμαστε από τις δουλειές, την κούραση και τις υποχρεώσεις και να μην μετατρέπουμε τέτοια μεμονωμένα περιστατικά σε μοτίβα συμπεριφοράς. Τα παιδιά μας μας χρειάζονται ίσως περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε.
Πηγή: cna.gr