κείμενο: Ρομίνα Ξύδα
Ήταν σχεδόν πριν από ένα χρόνο όταν μπήκα στη διαδικασία να αναζητήσω παιδικό σταθμό για το δίχρονο τότε παλικάρι μου. Ο δημόσιος φάνταζε με άπιαστο όνειρο καθώς δεν διέθετα μπάρμπα στον δήμο, δεν ήμουν άνεργη, ούτε πολύτεκνη, ούτε χωρισμένη, ούτε single mom, λογικότατες προϋποθέσεις για το ελληνικό σύστημα προκειμένου τα τέκνα μας να γίνουν δεκτά σε κρατικό παιδικό σταθμό. Η αναζήτησή μου ξεκίνησε με μία σκάλα αξιώσεων του τύπου «δίνετε βιολογικό φαγητό στα παιδιά;» «τα πηγαίνετε στο θέατρο;» «στο κολυμβητήριο;» «στο…φεγγάρι;» «τα μαθαίνετε αγγλικά;» «γαλλικά;» «ιταλικά;» «ιαπωνικά;» «αραβικά;» Μια σκάλα αξιώσεων που όσο ανέβαινα τόσο κατρακυλούσα στη ματαιόδοξη τρύπα της νεοελληνικής υστερίας όπου, ακόμη κι όταν η ζωή μας γίνεται χειρότερη, αναζητάμε για το παιδί μας το «καλύτερο». Ένα «καλύτερο» που στη φτωχή μας παιδεία ισοδυναμεί συχνά πυκνά μ’ ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα που περιλαμβάνει αμέτρητα παιχνίδια, άπειρα βιβλία, λουλουδάτους κήπους, πρασινογάλαζες πισίνες, ατελείωτα γήπεδα τένις κι ένα σωρό πλουμιστά φούμαρα που προσφέρουν στα παιδιά μας τα πάντα, εκτός από το βασικό: τις σωστές βάσεις και την απαιτούμενη τρυφερότητα.
Μετά από ατέλειωτους μήνες ενδελεχούς έρευνας και ατέλειωτων χιλιομετρικών αποστάσεων στα σχολεία του αθηναϊκού κόσμου, έφτανε μόνο μία ανάκτηση μνήμης των σχολικών μου χρόνων για να πατήσω απότομα φρένο στην παραζάλη του ιδανικού σχολείου. Ξάφνου, ορθώθηκε μπροστά μου ένα αγουροξυπνημένο μουτράκι που άνοιγε τα μάτια του χαράματα προκειμένου να προλάβει το σχολικό που θα το μετέφερε από τα νότια, όπου διέμενε, στο καλό σχολείο των βορείων προαστίων. Κρύο, νύστα, μαξιλάρι, πάπλωμα, οργισμένη κραυγή κακιάς μάγισσας: «Πάλι έχασες, παιδί μου, το σχολικό;» Απόφαση ειλημμένη: ο μικρός θα πάει σ’ ένα σχολείο κοντά στο σπίτι!
Σύμφωνα με τους ειδικούς, ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που κάνουν οι γονείς είναι να στέλνουν τα παιδιά τους –ιδίως όταν αυτά βρίσκονται σε πολύ μικρή ηλικία– σε μακρινό σχολείο. Η απόσταση δεν βοηθάει το παιδί να αποκτήσει φιλικές συναναστροφές, απαραίτητο στοιχείο για μία ευτυχισμένη παιδική ηλικία, ενώ οι ατέλειωτες ώρες μέσα στο σχολικό μειώνουν την ενεργητικότητα και τη φαντασία του. Ύστερα από πολλές συζητήσεις με άλλους γονείς και εκπαιδευτικούς κατέληξα επίσης στο συμπέρασμα ότι τα ακριβά δίδακτρα δεν αποτελούν εγγύηση για τίποτα, διότι εκτός του ότι σπανίως εξασφαλίζουν αντίστοιχη ποιότητα, δεν προσφέρει κάτι σ’ ένα παιδί αυτής της ηλικίας το να κάνει τρία σπορ και τέσσερις γλώσσες. Αντιθέτως, όσο περνούν τα χρόνια, το να παρέχει ένα σχολείο πολλές εναλλακτικές σ’ ένα παιδί δεν είναι μόνο χρήσιμο αλλά και απαραίτητο, ιδίως στη σημερινή κοινωνία.
Το τρίτο και σημαντικότερο συμπέρασμα της μακροσκελούς έρευνάς μου ήταν ότι η φιλοσοφία ενός σχολείου, η μέθοδος που ακολουθεί καθώς και το ανθρώπινο δυναμικό του είναι εκείνα που συνθέτουν αυτό που αποκαλούμε «καλό σχολείο» κι αυτά ακριβώς θα πρέπει να ερευνήσει ένας γονιός πριν από τη μεγάλη απόφαση της εγγραφής. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι απαραίτητο να συνυπάρχουν σε οποιαδήποτε βαθμίδα εκπαίδευσης και ειδικότερα στις πρώτες αφού, σύμφωνα με μελέτες, η προσχολική ηλικία, από τη γέννηση του παιδιού έως την ηλικία των 6 με 7 ετών, είναι καθοριστική για την εξέλιξή του. Αυτή είναι η περίοδος όπου διαμορφώνεται και δομείται η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας ενός παιδιού, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στο σχολείο όπου θα κάνει τα πρώτα του βήματα.
Όπως σημειώνει η νηπιαγωγός Βούλα Ηλιάσκου, «το αν το παιδί μας θα είναι αυτόνομο, αν θα έχει αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη στον εαυτό του, αν θα είναι υπεύθυνο, αν θα μπορεί να επικοινωνεί, να συνεργαστεί, να αντιμετωπίζει δυσκολίες και εμπόδια, αν θα διαχειρίζεται δύσκολα συναισθήματα, ο τρόπος που θα μαθαίνει, θα σκέφτεται και πολλές άλλες δεξιότητες –κοινωνικές, συναισθηματικές και νοητικές– κατακτώνται στην πρώτη περίοδο της ζωής του, στην προσχολική ηλικία. Γι’ αυτό και, πέρα από ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον, η επιλογή του κατάλληλου παιδικού σταθμού κρίνεται κάτι περισσότερο από αναγκαία».