Καροτσάτη Μαμά!

Η απέραντη δύναμη…

Όταν ένα ατύχημα άλλαξε τη ζωή της για πάντα, η Τάνια Ιωακειμίδου πλησίασε το σκοτάδι. Ο δυόμισι ετών γιος της, όμως, της έδειξε το φως και ένα μέλλον με σκοπό: να μιλήσει και σε άλλα παιδιά για το ταμπού της αναπηρίας.

Της Ρομίνας Ξύδα

Κολλημένη στα φανάρια της Κηφισίας. Στο τελείωμα μιας ακόμη ίδιας ημέρας. Κουρασμένη απ” τη δουλειά, εξουθενωμένη από τις υποχρεώσεις, μπαϊλντισμένη από την επανάληψη της καθημερινότητας. Πατάω το χέρι στην κόρνα, το πόδι στο γκάζι, κάποιος να μ΄ακούσει, κάτι να προλάβω. Παρκάρω. Ανεβαίνω στο σπίτι ζαλωμένη με σακούλες, σαράντα σκαλοπάτια αγκομαχητό, ασθμαίνω, λαχανιάζω, φυσάω, ξεφυσάω “Βαρέθηκα πια! Πότε θα βάλουμε επιτέλους ασανσέρ;” Τα παιδιά στην πόρτα: “Μαμά, έλα να παίξουμε, να τρέξουμε, κουνήσου μαμά, κάτσε μαμά, σήκω μαμά, πιάσε μαμά, φέρε μαμά, πεινάω μαμά, διψάω μαμά, νυστάζω μαμά, καληνύχτα μαμά…”. Θέλω διακοπές. Θέλω ησυχία. Θέλω ανεμελιά. Θέλω να μην ακούω “κιχ” και ιδίως αυτό το αναθεματισμένο τηλέφωνο που σκούζει πάλι μες τη νύχτα. Το σηκώνω. Φίλη καρδιακή. Γυναίκα “ομοιοπαθούσα”. Με άλλη φωνή, πιο ήρεμη απ” όλα τα υπόλοιπα βράδια και με εισαγωγική φράση που δεν μοιάζει με το καθιερωμένο της: ”Ηρωίδες είμαστε, φιλενάδα!”.

Την ακούω να μου λέει για μία άλλη μαμά. Για μια μαμά που πριν από λίγο καιρό ήταν “σαν εμένα κι εσένα” και που μετά από ένα ατύχημα κινείται πλέον με αναπηρικό καροτσάκι. Για μια μαμά που η δική μας καθημερινότητα φαντάζει στα μάτια της σαν ταξίδι αναψυχής και τ” αγκομαχητά μας ηχούν στ” αυτιά της σαν πετυχημένα ανέκδοτα. Έγραψε, λέει, και παιδικό βιβλίο, αυτή η μαμά, με τίτλο: “Η μαμά μου η καροτσάτη” και είναι πάντα γελαστή και αισιόδοξη και “πολύ πιο δυνατή από εμάς”. Κλείνω το τηλέφωνο. Ντρέπομαι. Για τις γκρίνιες μου, για τα παράπονά μου, για την κούρασή μου, για την μη μου άπτου εικόνα μου που η ύπαρξη αυτής της γυναίκας μετέτρεψε εντελώς άξαφνα σε γελοιογραφία. Θέλω να την γνωρίσω αυτή τη γυναίκα. Θέλω να την μάθω αυτή τη μαμά. Και να την συστήσω σε όλους…

Το επόμενο πρωινό μαθαίνω ότι η Τάνια Ιωακειμίδου, η “καροτσάτη μαμά”, μένει δυό βήματα από σπίτι μου και το απόγευμα της ίδιας ημέρας της χτυπάω το κουδούνι. Μου ανοίγει η ίδια απαλλαγμένη από δεκανίκια βοηθείας, μ” ένα γελαστό “Καλώς ήρθες”. Αφήνει στα χέρια μου το βιβλίο της. Στην πρώτη σελίδα μία αφιέρωση: “Στον Μάριο, που ενέπνευσε την καροτσάτη μαμά του!”, στο οπισθόφυλλο λίγα λόγια για το περιεχόμενό του: “Η μαμά του Ιάσονα, έπειτα από ένα ατύχημα, γυρνάει στο σπίτι αλλά είναι λίγο διαφορετική. Δεν περπατάει πια και χρησιμοποιεί το αναπηρικό της αμαξίδιο για να κινείται. Ο μικρός Ιάσονας αγωνία: “Τώρα άραγε τι θα γίνει;” σκέφτεται. “Θα μπορώ να κάνω με τη μαμά μου ό,τι έκανα και πριν ή όλα θα αλλάξουν;”. Ας ανακαλύψουμε μαζί τη συνέχεια αυτής της ιστορίας…” Της λέω ότι δεν θέλω μόνο την συνέχεια αυτής της ιστορίας αλλά και τα κομμάτια που την συνέθεσαν. Τις στιγμές όπου “άφηνε” την παλιά της ζωή για μία άλλη που κάποιος άλλος, _ κακιά στιγμή, ανθρώπινο λάθος, μοίρα ή πεπρωμένο _ “έγραψε” για εκείνη. Δεν μου φτάνει μόνο η δύναμή της αλλά και οι στιγμές αδυναμίας που την έκαναν τόσο δυνατή. Το καταλαβαίνει. Με μία μόνο παράκληση από την πλευρά της: “Θα ήθελα να κάνουμε αυτή την κουβέντα κάπου κοντά στη θάλασσα…”

Ένα ατύχημα, μία άλλη ζωή

Πρωινό καθημερινής δίπλα στη θάλασσα. Με παγωμένους χυμούς στα χέρια και γυναικείες κουβέντες στο “τραπέζι”. Στο επίκεντρο τα παιδιά. Στο επίκεντρο πάντα τα παιδιά σαν μία ανεξήγητη δύναμη, ικανή να υπερνικήσει κάθε δυσκολία, να σαρώσει κάθε κακό, να ισιώσει κάθε “στραβή” όπως αυτή που συνάντησε την Τάνια πριν από επτά χρόνια: “Ήταν καλοκαίρι. Παρασκευή πρωί, 25 Ιουνίου του 2010. Ο σύζυγός μου στο σπίτι, ο μικρός που τότε ήταν μόλις δυόμισι ετών στη γιαγιά”, λέει η Τάνια επιστρέφοντας στην ημέρα που έμελλε να της αλλάξει ολόκληρη τη ζωή: “Έκανα δουλειές όταν μία απότομη κίνηση, ένα αδέξιο τίναγμα του κορμιού μου, με σώριασε στο πάτωμα. Στην αρχή πίστεψα ότι δεν ήταν τίποτα, ότι επρόκειτο για ένα απλό χτύπημα. Ήμουν ανίκανη να πιστέψω το κακό που είχε συντελεστεί”.

Η Τάνια μεταφέρεται στο ΚΑΤ με τους γιατρούς να υποστηρίζουν ότι το χτύπημα στην σπονδυλική της στήλη είναι σοβαρό κι ότι η ζημιά δεν πρόκειται ν” αναταχθεί. Ότι η Τάνια δεν θα περπατήσει ποτέ ξανά. Δεν της το λένε. Εκείνη τη στιγμή, την τραγική αλήθεια την γνωρίζουν μόνο οι γονείς και ο σύζυγός της: “Έμεινα στο ΚΑΤ για έξι ολόκληρους μήνες, έξι βασανιστικούς μήνες λόγω του ότι δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς μου είχε συμβεί. Κανείς δεν είχε το κουράγιο να μου πει ότι δεν θα ξαναπερπατούσα. Το κατάλαβα μόνη μου στην πορεία όταν με το χρόνο “χανόταν” κάθε αίσθηση, κάθε κίνηση. Ωστόσο μέσα μου, η ελπίδα παρέμενε ζωντανή. Όταν βγήκα από το ΚΑΤ πήγα για έξι μήνες σε κάποιο κέντρο αποκατάστασης στην Παιανία κι εκεί συνειδητοποίησα πως η ζωή μου, από εδώ και στο εξής, θα ήταν “καθηλωμένη” σε κάποιο αναπηρικό αμαξίδιο”.

Απόγνωση. Αυτό ήταν το πρώτο συναίσθημα τη στιγμή της συνειδητοποίησης. Κι ύστερα φόβος και ένα μεγάλο άγχος για την επόμενη μέρα: “Φοβόμουν για το τι θ” αντιμετώπιζα όταν θα επέστρεφα στο σπίτι. Πώς ήταν δυνατόν να μπορέσω να φροντίσω σύζυγο και παιδί όντας πάνω σ” ένα αναπηρικό αμαξίδιο; Την δουλειά μου, ήμουν τραπεζική υπάλληλος, δεν την σκεφτόμουν καν. Αυτό που μ” ενδιέφερε ήταν ο σύζυγος και κυρίως το παιδί”. Η Τάνια επιστρέφει στο σπίτι της, αλλά τα πράγματα δεν είναι ίδια. Η Τάνια είναι πλέον μία άλλη γυναίκα: “Στην αρχή έπεσα σε κατάθλιψη αλλά με βοήθεια κατάφερα να βγω γρήγορα από το τούνελ της. Εκείνη την εποχή, δεν μου περνούσε καν από το μυαλό ότι θα μπορούσα να κάνω όλα αυτά που κάνω σήμερα. Είχα την αίσθηση, την εικόνα, ότι θα είμαι πάνω σ΄ ένα αμαξίδιο ανίκανη για το οτιδήποτε. Το turning point έγινε μέσα μου, έξι μήνες μετά την επιστροφή μου στο σπίτι, όταν πήρα την πρωτοβουλία για το χωρισμό από το σύζυγό μου. Καταλάβαινα ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί την καινούρια μου εικόνα και την γενικότερη ψυχολογική μου κατάσταση, κι αυτό το πράγμα με βάραινε πολύ. Όταν χώρισα, έπιασα πάτο και είπα μέσα μου: “Τάνια, τώρα είσαι μόνη σου, έχεις ένα τετράχρονο παιδί να μεγαλώσεις και οι επιλογές σου είναι η εξής μία: Να το κάνεις όσο καλύτερα μπορείς! Πρέπει να επιβιώσεις γι” αυτό το παιδί και πρέπει το παιδί σου να είναι περήφανο για σένα”. Κάπως έτσι ενεργοποιήθηκε μέσα μου το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, υποκινούμενο από εκείνο της μητρότητας. Τα παιδιά μας τελικά, είναι παντοδύναμα…”

 

Τρέξε, Τάνια, τρέξε…

Μέσα σε λίγους μόλις μήνες από τη στιγμή των μεγάλων αποφάσεων το σπίτι της Τάνιας “ισοπεδώνεται” και ξαναχτίζεται μαζί με την νέα του ιδιοκτήτρια. Η Τάνια “χαμηλώνει” τα ντουλάπια της κουζίνας, κάνει ειδικές υποδοχές προκειμένου να μπορεί να μαγειρεύει, προσαρμόζει το μπάνιο στις νέες της ανάγκες, παρακολουθεί μαθήματα οδήγησης, αγοράζει αναπηρικό αυτοκίνητο και μέρα με τη μέρα ξεκινά να βγαίνει από το προσωπικό της τέλμα. Παράλληλα, αναζητά και βρίσκει ανθρώπους με παρόμοια κινητικά θέματα, παίρνει δύναμη και γνώσεις από τις προσωπικές τους ιστορίες, κάνει καινούριες φίλες και πετάει από τη ζωή της οτιδήποτε περιττό, όπως πρόσωπα που την ήθελαν μόνο όρθια: “Οι παλιές φίλες και φίλοι; Μεγάλο ξεσκαρτάρισμα! Δύο μου έμειναν και η μία, η κουμπάρα μου, δεν είναι πλέον φίλη μου αλλά αδελφή μου. Οι φίλοι μου από την πλευρά του πρώην συζύγου μου απομακρύνθηκαν με τη μία, το ίδιο και κάποια κολλητή μου. Δεν κατάλαβα ποτέ το λόγο, αλλά δεν πειράζει. Ας είναι καλά…”

Το στοίχημα μοιάζει πλέον κερδισμένο. Η Τάνια όχι μόνο είναι αυτόνομη αλλά καταφέρνει να συνοδεύσει την καθημερινότητά της με το επίθετο “πολυάσχολη”: “Ταυτόχρονα με την προσωπική μου “επανάσταση” άρχισα να ασχολούμαι και τα κοινά μπαίνοντας στο Δ.Σ. κάποιων συλλόγων ατόμων με αναπηρία ενώ γράφτηκα και σε μαθήματα canoe kayak. Τα πρωινά τα περνάω στο σπίτι κάνοντας διάφορες δουλειές ενώ το τα απογεύματα ασχολούμαι και με τη διασκέδασή του γιου μου. Πηγαίνουμε στο Μέγαρο Μουσικής, σε πάρκα και σε θέατρα κι όπου υπάρχει πρόσβαση διότι η πρόσβαση για ανθρώπους με αναπηρία στην Ελλάδα είναι δύσκολη. Οπουδήποτε κι αν θέλεις να πας πρέπει προηγουμένως να τηλεφωνήσεις για να ρωτήσεις αν υπάρχει ράμπα, αν υπάρχει parking, αν υπάρχει τουαλέτα, …αν υπάρχουμε εμείς! Τι μου λείπει; Ο χορός, κι αυτή ανεμελιά που είχα πριν και δεν την εκτιμούσα όσο έπρεπε. Φυσικά και βλέπω την ζωή μου μ” ένα ακόμη παιδί! Φυσικά και θα το τολμούσα αν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες! Όχι. Δεν θυμάμαι την εικόνα μου πριν από το ατύχημα και δεν με ενδιαφέρει καθόλου να την θυμάμαι. Τώρα πια είμαι πιο δραστήρια. Πριν, η ζωή μου ήταν πιο ρουτινιάρικη. Σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Δεν λέω ότι καλώς που μου συνέβη ό,τι μου συνέβη. Λέω πως το βουνό που ανέβηκα μοιάζει σήμερα με πεδιάδα στην οποία μπορώ να τρέξω πιο γρήγορα από πριν. Έχω γίνει καλύτερος άνθρωπος, δεν στεναχωριέμαι για ασήμαντα πράγματα και θέλω να κάνω, όσο μπορώ, τον κόσμο καλύτερο…”

Η μεγάλη επιβράβευση

Όσο η Τάνια γεμίζει την καινούρια της ζωή με νέα πράγματα, τόσο “αδειάζει” σε σκόρπιες σελίδες, εικόνες, λέξεις, προτάσεις και συναισθήματα που με την προτροπή ενός φίλου της μετατρέπονται στο παιδικό βιβλίο με τον τίτλο “Η Μαμά μου η Καροτσάτη”: “Πάντα έγραφα. Ιστορίες και κείμενα που έμπαιναν στο συρτάρι. Σε μια τέτοια φάση έγραψα και την “Καροτσάτη Μαμά”, ένα αυτοβιογραφικό παιδικό βιβλίο. Όταν το έγραφα ένιωθα συγκίνηση και βγήκε σαν νερό. Ήθελα ο γιος μου να νιώσει περήφανος για την μαμά του και πιο μετά ήθελα να το παρουσιάσω και σε άλλα παιδιά προκειμένου να ευαισθητοποιήσω την νέα γενιά απέναντι στους ανθρώπους με αναπηρία, να την κάνω καλύτερη από τη δική μας.

Μετά από αρκετές δυσκολίες το βιβλίο αγκαλιάστηκε από τις εκδόσεις “Έναστρον” και τον εικονογράφο Γιώργο Πετρίδη τον οποίο ευχαριστώ θερμά. Η πρώτη παρουσίαση έγινε στο σχολείο του γιου μου για να ακολουθήσουν πολλές ακόμη σε άλλα σχολεία, άλλοτε με πρωτοβουλία δική μου κι άλλοτε μετά από πρόσκληση των διευθυντών. Σε κάθε παρουσίαση, η προσέγγισή του θέματος της αναπηρίας απέναντι στα παιδιά εξαρτάται από την ηλικία τους. Στην αρχή, τους διαβάζω το βιβλίο κι ύστερα, τα παιδιά, μου κάνουν διάφορες ερωτήσεις του στυλ: “Πώς κινείται το αμαξίδιο;”, “Πώς βάζετε το φρένο;”, “Πώς φοράτε το παντελόνι σας;”, “Πώς μπαίνετε μέσα στο αυτοκίνητό σας;”, “Πώς οδηγείτε;”. Τους επισημαίνω ότι δεν πρέπει να αισθάνονται περίεργα απέναντι στους ανθρώπους με αναπηρία, ούτε να φοβούνται. Στο τέλος κάθε παρουσίασης ζωγραφίζουμε πριγκίπισσες επάνω σε αναπηρικό αμαξίδιο η παιδάκια με αναπηρία που παίζουν τένις ενώ στα πιο μεγάλα παιδιά δίνω μία κόλλα με καρδούλες και τους προτρέπω να γράψουν τις ιδέες τους για το τι πρέπει να κάνουμε απέναντι στους ανθρώπους με αναπηρία. Τι γράφουν τα παιδιά; Όσα θα έπρεπε να κάνουν οι μεγάλοι! “Βοήθησέ τους να περάσουν το φανάρι”, “Να τους αγαπάς”, “Να στέκεσαι δίπλα τους”, “Να μην τους κοιτάς παράξενα”, “Να μην τους κοροϊδεύεις”. Αυτό το διάστημα τελειώνω ένα δεύτερο παραμύθι σχετικό με την αγάπη, την καλοσύνη και τη δύναμη των συναισθημάτων ενώ ετοιμάζομαι να φύγω με το γιο μου για τις καλοκαιρινές μας διακοπές.”

Η κουβέντα μας τελειώνει. Η δύναμη της ψυχής της με κρατά για ώρα καθηλωμένη στην ίδια θέση. Της λέω ότι άνθρωποι όπως αυτή και ιστορίες όπως η δική της, δίνουν ώθηση στο όνειρο και χαστούκι στις μικρότητες. Μου χαμογελάει γλυκά, όπως την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, και πριν οι δρόμοι μας χωρίσουν σκύβει στην πλευρά μου και μου λέει: “Ξέρεις τι ήταν αυτό που έδωσε ώθηση στο δικό μου όνειρο και χαστούκι στην απόγνωση μου;

Μία φράση του γιου μου: “Θέλω να ξέρεις ότι εγώ σε διάλεξα για μαμά μου πριν ακόμη γεννηθώ…”

Η Τάνια πριν το ατύχημα

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Marie Claire του Αυγούστου 2017

   

Άφησε ένα σχόλιο

*