Της Ρομίνας Ξύδα
Αυτό που θα σου πω μοιάζει με παραμύθι αλλά δεν είναι…
Ήταν κάποτε ένας λαός. Σκληρός και ανελέητος, με παντιέρα μια λευκή ημισέληνο κι ένα αστέρι σε κόκκινο φόντο _ σφαγιασμένη πανσέληνος στο όνομα του Αλλάχ. Ένα πρωί, ο βάναυσος αυτός λαός έριξε, όπως πρόσφατα υπερηφανεύτηκε ο σουλτάνος Ταγίπ, στην θάλασσα τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Ανάμεσα τους, μια γυναίκα με τέσσερα μικρά παιδιά, η προγιαγιά μου Βασιλική Χατζηαλεξίου. Είχε ελπίδες, έλεγε. Ότι οι Παλαιοελλαδίτες θ΄ άνοιγαν την αγκαλιά τους να τους καλοδεχτούν, τα σπίτια τους να τους φιλέψουν και τις καρδιές τους να μαλακώσουν τον πόνο τους. Πως θα” βρισκε μια δουλειά αντάξια με εκείνη της χαμένης πατρίδας κι ένα σπίτι γεμάτο ουρανό να μπαίνει απ” τα παράθυρα. Τι στο καλό; Στον ίδιο θεό πιστεύανε, το ίδιο αίμα έτρεχε στις φλέβες τους. Αίμα γραικού. Γελάστηκε. Σαν πάτησε το πόδι της στην Ελλάδα αντίκρισε παλάμες κλειστές, καρδιές σφραγισμένες, νοιάξιμο πενιχρό. Την πέταξαν μαζί με τα τέσσερα παιδιά της σ” ένα υπόγειο στον συνοικισμό Χαροκόπου στην Καλλιθέα. Σ” ένα δωμάτιο τρία επί τέσσερα χωρίς τουαλέτα και χωρίς ουρανό. Απ” το παράθυρο έβλεπε μόνο πόδια να πηγαινοέρχονται και κάτουρα σκύλων να κυλούν στα τζάμια. Έπιασε δουλειά σαν παραδουλεύτρα. Η Ελληνίδα “κυρία” την αποκαλούσε παστρικιά, όπως και όλες τις Μικρασιάτισσες, και τα παιδιά της, Τουρκόσπορους. Τα τέσσερα παιδιά μοιράζονταν ένα κρεβάτι, ένα κομμάτι ψωμί, ένα ζευγάρι παπούτσια, την ρετσινιά του πρόσφυγα και μια φράση που μ” έναν απροσδιόριστο, σχεδόν μαγικό τρόπο, πέρασε από τα χείλη της Βασιλικής Χατζηαλεξίου στις συνειδήσεις των απογόνων της: “Να νοιάζεσαι τζιέρι μου για όλους τους πρόσφυγες. Κάποτε μπορεί να είσαι ένας από αυτούς. Και στους χεργκελέδες να μην ρίχνεις ούτε δεύτερη ματιά…”
Αυτό που θα σου πω μοιάζει με παραμύθι αλλά δεν είναι…
Ήτανε κάποτε ένα λαός. Ειρηνικός, πολιτισμένος, φιλήσυχος. Στο δικό του σκηνικό πρωταγωνιστούσε ένας δικτάτορας, ο Άσαντ, τεράστιες πηγές πλούτου, γεωπολιτικά παιχνίδια και το μανιασμένο για πλούτο δυτικοευρωπαϊκό και αμερικανικό μάτι. Ξεσπά εμφύλιος. Ένας πρωτόγνωρος στα ιστορικά χρονικά εμφύλιος, όσον αφορά στην διάρκειά του, που “επιζεί” μέχρι σήμερα χάριν στις ξένες “ευλογίες”. Οι άνθρωποι φεύγουν. Για να σωθούν. Ανεβαίνοντας το Γολγοθά της επιβίωσης κρατούν από το χέρι παιδιά. Τα δικά τους παιδιά. Πολλά σκοτώνονται, ακόμη περισσότερα πνίγονται, κι άλλα γίνονται πρωτοσέλιδα στις πρωτοκλασάτες εφημερίδες της υφηλίου κάτω από βαρύγδουπους τίτλους του στυλ: “Η ανθρωπότητα απέτυχε”. Αρκετά από αυτά φτάνουν στη χώρα μας. Συνοδευόμενα από απεγνωσμένους γονείς, ασυνόδευτα από κάθε πιθανότατα ανθρώπινης διαβίωσης. Σαν σακιά, πετάγονται σε σύγχρονα προσφυγικά καταλύματα. Είναι ανεπιθύμητα στις γειτονιές μας, μιάσματα στα σχολεία μας, επικίνδυνα για τα παιδιά μας, άπιστα για την χριστιανοσύνη μας, αντανακλάσεις σιχάματος που απειλεί κάθε ώρα και στιγμή την λουστραρισμένη μας αφεντιά. Φωνάζουμε. Ουρλιάζουμε. Διαμαρτυρόμαστε. Με παντιέρα μια γαλανόλευκη σημαία σφαγιασμένη στο όνομα της οικονομικής κρίσης, προδομένη σ” εκείνο του Χριστού. Τους πετάμε παλιόρουχα, αποφάγια, μια στάλα δάκρυ κι έναν ωκεανό αδιαφορίας. Κάνουμε τις μάνες τους παραδουλεύτρες, τους πατεράδες τους ζητιάνους και τα ίδια ανακυκλώσιμα σκουπίδια στις “πολιτισμένες” ευρωπαϊκές οδούς όπως κάνουν και οι Δανειστές με μας.
Αυτό που θα σου πω μοιάζει με παραμύθι αλλά δεν είναι…
Ένα αγοράκι, θα” ναι δεν θα” ναι πέντε ετών, παλεύει ν” αναπνεύσει μετά τον πρόσφατο βομβαρδισμό αμάχων με χημικά στη Συρία. Ένα δεύτερο, κείτεται νεκρό με τα χεράκια του σε στάση δέησης. Δεκάδες άλλα καταμετρώνται ως θύματα ενός εγκλήματος πολέμου που ακόμα αναζητά τον ένοχο. Οι απανταχού ισχυροί κάνουν πως τα λυπούνται, οι απανταχού δολοφόνοι δακρύζουν, οι απανταχού αναίσθητοι “πηδούν” σε άλλο θέμα. Εσύ, παραδέξου ωστόσο την αλήθεια: Αυτά τα παιδιά, όπως ακριβώς και την πεταμένη από τους Τούρκους στη θάλασσα γιαγιά μου, δεν τα θέλεις και δεν τα ήθελες ποτέ στην πολιτισμένη σου πατρίδα. Δεν σου περισσεύει άλλωστε ούτε χρόνος, αλλά ούτε και χρήμα, για τα δικά τους μαρτύρια και το προσωπικό τους δράμα. Κι ακόμη κι οι πρόγονοί σου έφεραν την ρετσινιά του πρόσφυγα, εσύ τζιέρι μου δεν νοιάζεσαι γι” αυτούς και για τα παιδιά τους. Η ματιά σου είναι βλέπεις κολλημένη στους χεργκελέδες…”