Της Ρομίνας Ξύδα
Είμαι ο μέσος άνθρωπος. Αυτός που σε κοιτάζει χωρίς να σε βλέπει, που σε ακούει χωρίς να σε καταλαβαίνει, που σε αισθάνεται χωρίς να σε νιώθει, που σου απλώνει το χέρι για να το τραβήξει απότομα μόλις το δικό σου ιδρώσει.
“Γλίστρησε”, θα σου πω. “Αλλιώς δεν θα σε άφηνα να πέσεις στο κενό”. Ύστερα, θα ρίξω από ψηλά μια γρήγορη ματιά στο άψυχο κορμί σου, δεν αντέχω τον πόνο, έχω τον δικό μου, είναι αργά πρέπει να κοιμηθώ. Το επόμενο πρωί θ” ανοίξω διάπλατα τα παράθυρα να μπει το φως που σου έκλεψα, υπολείμματα οξυγόνου που εσύ, εκεί στη Συρία, δεν έχεις πλέον ανάγκη. Είσαι νεκρός. Θα φτιάξω μία ζεστή κούπα καφέ, θ” ανάψω τσιγάρο, θα καθίσω στον αναπαυτικό μου καναπέ και θα χαζέψω τα παιδιά σου στις ειδήσεις. Κάποια είναι ήδη νεκρά, κάποια παίζουν κρυφτό με τον θάνατο, κάποια κρέμονται με βλέμμα γεμάτο απόγνωση στο μονόζυγο της “ανθρωπιάς” μου. Δεν μπορώ να τα κατεβάσω. Είναι μακριά. Είναι επικίνδυνα. Είναι ξένα. Έχω τα δικά μου.
Θα κλείσω την τηλεόραση και θ” ανοίξω το facebook. Οι φίλοι μου θα έχουν ποστάρει τα παιδιά σου. Μία μάζα παιδικά κορμάκια, κάτι χέρια, κάτι πόδια, κάτι κεφαλάκια βουτηγμένα στο αίμα, μερικοί επίδεσμοι, αχνές φιγούρες στο σκότος του πολέμου, αδιόρατη βοήθεια, αμυδρή ενόχληση στο στομάχι και στη συνείδησή μου. Θα κάνω share για να “πιστοποιηθεί” με καρδούλες η βαθιά μου ευαισθησία κι ύστερα, με ρηχό μυαλό, θα πιέσω το δάχτυλο στην ένδειξη “απόκρυψη δημοσίευσης”. Δεν θέλω να δουν κατά λάθος αυτές τις εικόνες τα παιδιά μου και να τρομάξουν. Είναι πολύ μικρά για κοινωνικούς προβληματισμούς, πολύ αθώα για ενήλικες τραγωδίες. Δεν φταίξανε σε κάτι για να βλέπουν τα νεκρά παιδιά σου. Θα τους βάλω “Πέπα το γουρουνάκι”, θα τα αφήσω να σαπίσουν στο playstation. Καλύτερα ζωντανά βλήματα παρά οβίδες ερωτημάτων.
Πιο μετά θα καθαρίσω φασολάκια. Ξέρεις, είμαι Χριστιανή και νηστεύω. Αυτό το διάστημα δεν τρώω κρέας. Το τελευταίο θα το αντικρίζω μέχρι την Κυριακή του Πάσχα μόνο μέσα από τις δικές σου σάρκες. Πάνω από τη λεκάνη με τα φασολάκια θα προσευχηθώ για σένα. Ξέρω, δεν πιστεύουμε στον ίδιο Θεό, αλλά κομμάτια να γίνει. Άνθρωπος είμαι εγώ, άνθρωπος ήσουν κι εσύ. Πού και πού η εικόνα σου θα μου” ρχεται στο μυαλό και με θα συνθλίβει, θα κάνω το σταυρό μου να είναι ασφαλή τα δικά μου παιδιά κι εκείνη θα μικραίνει μέχρι που στο τέλος θα εξαφανιστεί από τα ενοχλητικά γρανάζια της “συνείδησής” μου. Όταν τελειώσω με τις δουλειές έχω να κάνω πολλά με τα παιδιά. Θα τρέξουμε, θα παίξουμε, θα πάμε βόλτα, θα διαβάσουμε για τη Δευτέρα μόνο τη δική μας ιστορία _ η δική σου δεν μας αφορά, μπορεί να περιμένει.
Το απόγευμα θα πάμε σε πάρτυ. Εκεί θα είναι κι άλλες μαμάδες. Εσύ δεν θα είσαι, αλλά θα βρίσκεσαι στο επίκεντρο της συζήτησης. Οι μαμάδες θα πουν πόσο λυπούνται για σένα. Πόσο σφίγγεται η καρδιά τους τα τελευταία χρόνια κάθε φορά που σ” αντικρίζουν μόνο, αβοήθητο και νεκρό. Ύστερα θα μιλήσουμε για το σχολείο. Θα συμφωνήσουμε στο πόσο ευτυχείς είμαστε που δεν βρίσκεσαι ανάμεσα στα δικά μας παιδιά. Μας συγχωρείς αλλά δεν θα μπορούσες να χωρέσεις εκεί. Δεν μιλάς την ίδια γλώσσα με τα παιδιά μας, δεν πιστεύεις στον ίδιο Θεό με τα παιδιά μας, δεν διαθέτεις το ίδιο μυαλό με τα παιδιά μας, δεν έχεις κάνει τα εμβόλια που έχουν κάνει τα παιδιά μας, δεν είσαι και δεν θα γινόσουν πότε παιδί μας.
Θα επιστρέψουμε στο σπίτι αργά το βράδυ. Θα είμαστε εξουθενωμένοι από τη χαρά και το παιχνίδι. Θα πούμε παραμύθια της Χαλιμάς για έναν κόσμο που θα έχει όλους τους ήρωες εκτός από εσένα. Όταν τα παιδιά αποκοιμηθούν, εσύ, θα τρυπώσεις πάλι στις κουβέντες μας, στις οθόνες μας, στην πραγματικότητά μας. Θα πρέπει να υποκριθούμε ότι είμαστε άνθρωποι με αισθήματα, θα παίξουμε το ρόλο των ανθρώπων. Ύστερα θα νυστάξουμε. Θα κοιμηθούμε ήσυχοι με τη σκέψη ότι δεν απαλλοτριώθηκε η δική μας ελευθερία αλλά η δική σου, δεν θα μας περάσει καν από το μυαλό ότι αύριο μεθαύριο μπορεί να είμαστε εμείς στη θέση σου. Ο φόβος, βλέπεις, έχει κατασπαράξει τα ηθικά μας σπλάχνα. Τι κι αν τα βράδια ανανεώνονται όπως εκείνα του Προμηθέα; Οι ιστοί της ανθρωπιάς μας έχουν πλέον σαπίσει…