Ήταν Κυριακή. Ένα μικρό χάσμα ανάμεσα σε δύο σχολικές ημέρες, ένα μεγάλο κενό στο μαθητικό μου στομάχι.
Δε μιλούσα, δε γελούσα, δεν είχα όρεξη για φαγητό, ούτε κέφι για παιχνίδι. Καθόμουν μόνη, κουλουριασμένη στη ντροπή μου, παραδομένη στον τρόμο μου, χτυπημένη από την παλάμη που έσκασε δυνατά επάνω στο εξάχρονο μάγουλό μου για να με κάνει “άνθρωπο”. Κι ύστερα ο μπαμπάς. Να με ρωτάει ξανά και ξανά τι έχω, τι συνέβη, ποιος με πείραξε. Και πιο μετά δάκρυα στα μάτια και λόγια με χαμηλωμένο βλέμμα: “Να μπαμπά. Εχθές που γράφαμε διαγώνισμα είπα στη διπλανή μου μια λέξη που δεν ήξερε και ξαφνικά η δασκάλα, η κυρία Αιμιλία, με άρπαξε από τα μαλλιά, μου έδωσε ένα δυνατό χαστούκι και μου είπε πως αν δεν το βουλώσω θα φάω κι άλλο. Και δεν πόνεσα, μπαμπά, αλλά ένιωσα τόσο άσχημα που δεν θέλω να ξαναπάω ποτέ σ” αυτό το σχολείο. Σε παρακαλώ! Μου το υπόσχεσαι;”. Σιγή. Ο μπαμπάς με κοιτάζει στα μάτια, δύσπιστα στην αρχή, βλέμμα βεβιασμένης προσπάθειας να χωρέσει στο κακό κι ύστερα με πίστη, βλέμμα ειλημμένης απόφασης να το ξορκίσει.
Ξημερώνει. Στο ένα του χέρι κρατάει το δικό μου, στο άλλο την οργή της αδικίας. Τον θυμάμαι να σπρώχνει δυνατά την πόρτα του 9ου δημοτικού σχολείου Καλλιθέας, να βαδίζει αγέρωχα σ” ένα προαύλιο γεμάτο από γονείς και παιδιά, να στέκει απέναντι από τη δασκάλα της πρώτης δημοτικού και χωρίς να τη ρωτήσει το παραμικρό να της λέει: “Την επόμενη φορά που θα τολμήσεις να ξανασηκώσεις χέρι επάνω στο παιδί μου, να ξέρεις ότι θα σου ρίξω ακριβώς τα ίδια χαστούκια κι ύστερα θα σε σύρω απ” τα μαλλιά στα δικαστήρια. Το κατάλαβες ή να στο επαναλάβω;”.
Ξάφνου, το προαύλιο του σχολείου μετατρέπεται σε εκκλησία. Τα παιδιά δε φωνάζουν, κάποιοι γονείς κάνουν το σταυρό τους, μέσα μου αγιάζει η αυτοπεποίθηση που κάποια κυρία αποπειράθηκε να ξεριζώσει με μαλλιοτράβηγμα και να ισοπεδώσει με χαστούκι. Κανένας πόνος στο μάγουλο, κανένα κενό στο στομάχι, καμία ερημιά στην ψυχή. Σαν μια καταιγίδα να φούσκωσε μέσα μου σβήνοντας μια για πάντα εκείνη τη φοβερή φλόγα της αδικίας που ένιωθα να φουντώνει και να με κατακαίει. Η προσοχή του πατέρα μου, η πίστη του ότι έλεγα την αλήθεια, η απέχθεια του στη βία, το θάρρος του να μαρτυρήσει μπροστά σε όλους το κακό, μ” έκαναν δυνατή δίπλα στο άδικο, ακλόνητη μπροστά στο σωστό, πανίσχυρη μπροστά στους ισχυρούς. Κανένα χαστούκι πλέον δε θα με πονούσε, κανένας εξουσιομανής δεν θα μ” εξουσίαζε, κανένας προβληματικός δεν θα με γέμιζε με ξένες ενοχές, καμία “κυρία” με τα δικά της απωθημένα.
Η αποκάλυψη για τη “δασκάλα” του 9ου δημοτικού σχολείου Αλίμου που επί σειρά ετών βασάνιζε με χίλιους δύο τρόπους παιδάκια δημοτικού ήταν συγκλονιστική. Ωστόσο, περισσότερο συγκλονιστική ήταν, κατά την ταπεινή μου άποψή, η στάση των γονέων. Τι έκαναν όλα αυτά τα χρόνια; Πώς δέχονταν να αποκαλεί τα παιδιά τους “ηλίθια” και “βλαμμένα”; Πως δικαιολογούσαν τις τιμωρητικές πρακτικές χούντας και τα επαναλαμβανόμενα βασανιστήρια; Ποια παραίσθηση τους έκανε να σωπαίνουν, ποια ανοησία να μην αντιδρούν; Ότι τα παιδιά μπορεί να ψεύδονται; Να μεγαλοποιούν; Να υπερβάλουν; Κανένα παιδί δεν υπερβάλλει μπροστά στο κακό. Αυτό είναι προνόμιο των μεγάλων. Η παιδική φαντασία είναι ανίκανη να πλάσει υπαρκτά ανθρώπινα τέρατα σαν τη μούρη της δασκάλας του 9ου δημοτικού. Δε γνωρίζει την ανωμαλία, δε σηκώνει τη διαστροφή, δεν αντέχει τόση κακία.
Όταν τα παιδιά μας, μας μιλούν για τέτοια θέματα δεν υπάρχει “θα το δούμε” ούτε “αν ξανασυμβεί”. Η μελλοντική πιθανότητα του κακού πρέπει να καταλύεται την ίδια κιόλας στιγμή. Εν προκειμένω, το μέλλον είναι η μάσκα του φόβου. Το θάρρος και η δύναμη δεν έχουν μέλλον. Έχουν μόνο παρόν, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό μάθημα που οφείλουμε ως γονείς στα παιδιά μας. Όσο για το διευθυντή του εν λόγω σχολείου που τόσα χρόνια αλληθώριζε μπροστά στις γκεμπελικές πρακτικές της “δασκάλας” του, ας ελπίσουμε ότι θα σηκωθεί από το χαϊκλασάτο πόστο του και θα καθίσει στο “θρανίο της σκέψης” μπας και κατανοήσει επιτέλους ότι ο δάσκαλος πρέπει να είναι η απόλυτη αρχή με την ελάχιστη εξουσία…
Πηγή: protothema.gr